Ένας ιστοχώρος Ορθόδοξου Χριστιανικού προσανατολισμού και προβληματισμού.



Μια προσπάθεια για μέθεξη στην πνευματικότητα, στα ιερουργούμενα της Ορθόδοξης Λατρείας και στην Εκκλησιαστική Ζωή.















ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Υπέρθυρο της εισόδου του Ναού

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Λίγα λόγια για την αληθινή εξομολόγηση


Όταν ένα παιδί έρχεται για εξομολόγηση μου μεταφέρει, από μνήμης ή σε γραπτό, μία σύντομη ή μακριά λίστα “αμαρτιών”. Όπως ανακαλύπτω στη συνέχεια, έχει συνήθως συνταχθεί χωρίς τη συμμετοχή του ίδιου του παιδιού και αντανακλά μόνο τα παράπονα και την κριτική των γονέων του. Παρόμοια εμπειρία έχει κανείς με ενήλικες ανθρώπους που εμφανίζονται με λίστες που ανακάλυψαν σε σχετικά βιβλία ή συνέταξαν με τη συνδρομή των πνευματικών τους γερόντων. Έτσι, το επόμενο βήμα είναι να θέσω τον άνθρωπο μπροστά στον προβληματισμό να διερευνήσει τη δική του, προσωπική σχέση με τον Χριστό. Οι περισσότεροι δεν έχουν παρά μία επιφανειακή, εξ ακοής γνωριμία μαζί Του γι’ αυτό και τους ενθαρρύνω να Τον γνωρίσουν καλύτερα μέσα από την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Από μία τέτοια προσέγγιση αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει αν το πρόσωπο του Χριστού τον ελκύει, εάν επιθυμεί να γίνει όμοιος με τον Χριστό και να κτίσει με Εκείνον μία σχέση φιλίας.
 
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν αν το στοιχείο της φιλίας υπάρχει στη δική μας σχέση με τον Χριστό. Ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας εάν προσπαθήσαμε με κάποιο τρόπο να Του δώσουμε χαρά και να συμπαρασταθούμε στο έργο Του. Αν το συμπέρασμα είναι ότι η σχέση αυτή μας αφήνει αδιάφορους, θα χρειαστεί να επανεξετάσουμε τι σημαίνει τελικά να είμαστε Χριστιανοί. Εάν όμως νιώθουμε ειλικρινά τον Χριστό ως φίλο, ας αρχίσουμε να ρωτούμε τον εαυτό μας καθημερινά: Τι έκανα, τι είπα, τι σκέφτηκα και αισθάνθηκα, που μπορεί να Του δώσει χαρά ή θλίψη;
Κι αυτό ακριβώς το βίωμα ας μεταφέρουμε στην Εξομολόγηση: “Ανάμεσα στην τελευταία και τη σημερινή εξομολόγηση υπήρξα ένας άπιστος, ένας αδιάφορος, ένας δειλός σύντροφος ή αντιθέτως, παραστάθηκα ως φίλος...”
Όταν προσερχόμαστε στην εξομολόγηση σπεύδουμε πρόσωπο με πρόσωπο προς έναν φίλο. Δεν πρόκειται να μας κρίνει και να μας καταδικάσει κανείς. Ας πολεμήσουμε τον φόβο που μας διακατέχει γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί. Ερχόμαστε στον Ένα της Τριάδος που όντας Θεός επέλεξε από αγάπη για μας να γίνει Άνθρωπος, ν’ αναλάβει πάνω Του την ανθρώπινη φθορά και να δώσει τη ζωή Του για μας. Η ζωή και ο θάνατός Του είναι η απόδειξη ότι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο είναι τόσο μεγάλη ώστε να μπορούμε να τον πλησιάσουμε χωρίς δισταγμό, με την προσδοκία ότι σε κάθε περίπτωση θα αγκαλιάσει την αδυναμία μας, πέρα από ηθικές αξιολογήσεις. Ας είμαστε βέβαιοι ότι, εάν κάποιος πρόκειται να θρηνήσει για την αναξιότητα και την αμαρτία μας με συμπόνια, έλεος, αγάπη δεν είναι παρά Εκείνος – που θα ήταν πρόθυμος να σαρκωθεί και να πεθάνει έστω και για έναν μόνο αμαρτωλό, γιατί δεν μπορεί να υπομείνει την απώλεια κανενός. Αυτός λοιπόν είναι ο Χριστός, στον οποίο προσερχόμαστε κατά την εξομολόγηση. Προσδοκά την ίαση, την παραμυθία, την στήριξή μας – όχι την κρίση και καταδίκη μας.
Και τότε ποιος είναι ο ρόλος του ιερέως; Στην ευχή που διαβάζει ο κληρικός πριν το μυστήριο ονομάζεται “μάρτυρας”. Καλείται από τον Κύριο να παραβρίσκεται ενώπιον του αμαρτωλού για να μαρτυρήσει το γεγονός της αγάπης του Χριστού για εκείνον, να βεβαιώσει ότι ο Κύριος είναι παρών και η μόνη επιθυμία και πρόθεσή Του είναι η σωτηρία και η αιώνια ευφροσύνη του μετανοούντος. Επίσης, ο ιερέας παρευρίσκεται στο όνομα του αμαρτωλού, για να ικετεύσει και να μεσιτεύσει στον Κύριο για την συμφιλίωση του ανθρώπου με την Εκκλησία.
Ας αλλάξουμε, λοιπόν, τον τρόπο της εξομολόγησης: ας διώξουμε τον φόβο της τιμωρίας ή της απόρριψης κι ας βρούμε το θάρρος να ελαφρώσουμε την καρδιά μας από κάθε αμφιβολία. Ο Χριστός δεν πρόκειται να μας αρνηθεί. Ίσως η εξομολόγησή μας να είναι για Εκείνον ένας νέος σταυρός, αλλά θα τον δεχθεί, αφού μας αγαπά πέρα από κάθε κρίση, μέχρι θανάτου: Ο θάνατός του έγινε η δική μας ζωή – ζωή μέσα στο χρόνο και ζωή στην αιωνιότητα.
Η εξομολόγηση πριν από όλα είναι συνάντηση και συμφιλίωση. Είναι συνάντηση με τον Χριστό που ποτέ δεν μας στρέφει τα νώτα, αν κι εμείς φεύγουμε μακριά. Μερικές φορές μία τέτοια συνάντηση μπορεί να γίνει έμπνευση για ολόκληρη τη ζωή και να μας δώσει δύναμη και κουράγιο να διάγουμε το υπόλοιπο του βίου.
Συχνά αμαρτάνουμε σοβαρά ενώπιον του Θεού. Υπάρχουν κάποιες στιγμές της ζωής που μας χωρίζουν από Εκείνον με έναν ιδιαίτερα βίαιο τρόπο, στιγμές μεγάλης απιστίας. Θυμηθείτε το περιστατικό με την προδοσία του Πέτρου. Όταν αργότερα μετά την Ανάσταση η Μαρία Μαγδαληνή συναντά τον Άγγελο Κυρίου στον τόπο του μνημείου, αυτός της παραγγέλλει: “Υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω...”, γιατί ο Πέτρος όντας προδότης δεν λογάριαζε πλέον τον εαυτό του ως ένα των μαθητών. Είχε απαρνηθεί τον Χριστό κι αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος τον ονοματίζει ιδιαιτέρως θέλοντας να τον βεβαιώσει ότι η φιλία τους διατηρείται αλώβητη κι ότι παραμένει το ίδιο αγαπητός όσο και τότε που ήταν έμπιστος.
Και τέλος υπάρχουν φορές που προσερχόμαστε στην εξομολόγηση γιατί θέλουμε να ανανεώσουμε την εγγύτητα της σχέσης που έχει τραυματιστεί. Ας έχουμε κατά νου, ότι για να επανασυνδέσουμε τη φιλία μας χρειάζεται ν’ ανοίξουμε με ειλικρίνεια την καρδιά μας και να φανερώσουμε τις αστοχίες και τα λάθη που έχουν πληγώσει αυτή τη σχέση. Δεν χρειάζεται να καταφεύγουμε σε λίστες αμαρτιών, ούτε να ερευνούμε τα βιβλία για ν’ ανακαλύψουμε την αμαρτία μας. Αλλά μόνο να σκύψουμε μέσα μας και να εξετάσουμε τη συνείδησή μας.
Ας χρησιμοποιήσουμε απλούς τρόπους γι’ αυτού του είδους την αυτογνωσία. Τι ήταν αυτό που προτιμήσαμε στη θέση του Χριστού; Τι είναι αυτό που μας κράτησε σε αδράνεια, ώστε να παραμείνουμε χωρίς καρπό; Ας προσπαθήσουμε μέσα από τις γραμμές του Ευαγγελίου να επισημάνουμε όχι εκείνα που μας κρίνουν, αλλά τα λόγια που μιλούν στην καρδιά μας, όπως έγινε με τους μαθητές: “ουχί η καρδία ημών καιομένη ήν εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς;” Ας ανακαλύψουμε κι εμείς τον λόγο που μας θερμαίνει την καρδιά, που αγγίζει τα βάθη της ύπαρξης και μας φέρνει σε κοινωνία με τον Κύριο. Αυτό είναι το κριτήριο. Στην πραγματικότητα δεν έχει τόση σημασία αν αθετήσαμε κάποιους κανόνες. Αυτό που μας ζημιώνει είναι, ότι απομακρυνόμαστε από την ευλογημένη κοινωνία της χάριτός Του.
Ας ερευνήσουμε λοιπόν από την αρχή, όχι με τη στείρα λογική της ενοχής, αλλά με απώτερο σκοπό να σταθμίσουμε πώς χάσαμε την εμπιστοσύνη και την αγάπη που προς στιγμήν γευθήκαμε. Ας θυμηθούμε εκείνα τα λόγια που πύρωσαν την καρδιά μας κι έδωσαν καθαρότητα στο λογισμό μας, που κίνησαν τη θέλησή μας στο αγαθό και έφεραν γαλήνη στα μέλη μας και τα μεταμόρφωσαν από σάρκινα σε σώμα ιερό: ιερό γιατί μέσα από το βάπτισμα ενωθήκαμε με τον σαρκωμένο Χριστό, μέσα από το Χρίσμα γίναμε δοχείο του Πνεύματος και με τα άχραντα μυστήρια γινόμαστε Σώμα Χριστού. Αυτή την εμπειρία ας μεταφέρουμε στην εξομολόγηση, μετανοώντας όχι για κάτι αφηρημένο, που βρίσκεται σε κάποια λίστα αμαρτιών, αλλά για κείνες τις επιλογές που διέρρηξαν τη φιλία και κοινωνία μας με τον Σωτήρα Χριστό.
Ζούμε συχνά μέσα στο ψέμα. Κατασκευάζουμε γύρω μας έναν κόσμο όπου μόνο ο θάνατος μπορεί να θριαμβεύσει. Αρνούμαστε τον πλησίον μας και κλείνουμε μόνοι μας το δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού. Ζητούμε από τον Κύριο συγχώρεση αμαρτιών, αλλά δεν έχει νόημα να αναζητούμε μία τυπική άφεση. Πρέπει να διψούμε για αληθινή συμφιλίωση, στο πλαίσιο της οποίας θα αναθέσουμε στον Θεό την αναξιότητα και την απιστία μας – όχι μόνο προς Εκείνον αλλά και προς τον πλησίον, τον φίλο, τον γνωστό και συγγενή μας.
Ας έχουμε εμπιστοσύνη ότι μόνο η δική Του ακλόνητη φιλία μπορεί να μας παρακινήσει σε αλλαγή. “Εγώ και φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ. Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης διά σε και αλήτης διά σε, επί σταυρού διά σε, επί τάφου διά σε. Πάντα μοι συ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος. Τι πλέον θέλεις;” “Μπορείς ν’ ανταποκριθείς με λίγη εμπιστοσύνη; Δεν ζητώ ολοκληρωτική, άμεση αλλαγή. Αλλά πορεία βήμα προς βήμα. Θα σε στηρίξω, θα σε προστατεύσω, θα οδηγήσω τα βήματά σου – μόνον άλλαξε στάση. Κι όταν λάβεις συγχώρεση στο όνομά μου, μη σκεφτείς ότι το παρελθόν έχει πάψει να υπάρχει. Αλλά τότε μόνο θα έχεις απαλλαχτεί από τις πληγές, όταν γίνεις τόσο ξένος προς αυτές, ώστε να μη τις λογαριάζεις πια για δικές σου”.
Ο Μητροπολίτης Άντονυ Μπλουμ
Όταν τα παλιά μας πάθη ζωντανεύουν ενώπιόν μας, καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δυνατόν μέσα σε μια στιγμή να ελευθερωθούμε από το παρελθόν. Χρειάζεται χρόνο για να βαδίσουμε στο δρόμο της ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χριστός μας αρνείται τη συγχώρεση. Η συγχώρεση του Θεού εκδηλώνεται μέσα από τη συμπάσχουσα αγάπη του, την αποδοχή και την διαρκή πρόνοιά Του που δεν επιτρέπει να οδηγηθούμε ανυπεράσπιστοι στον ίδιο πειρασμό. Έτσι, η συγχώρεση του Κυρίου, μπορεί να λύνει την αποξένωση, αλλά χρειάζεται επίπονος αγώνας και μετάνοια για να γίνουμε καινοί με τη χάρη Του. Η άφεση δεν σβήνει το παρελθόν. Το θεραπεύει μέσα από τη συνέργεια τη δική μας με τον Θεό.
Ας εμπιστευόμαστε, λοιπόν, καθημερινά τον λογισμό μας στον Θεό με ειλικρίνεια. Κι όταν προσερχόμαστε στην Εξομολόγηση, η ευχή της συγχωρήσεως θα έχει αληθινό, πραγματικό νόημα: την επανασυγκρότηση μιας φιλίας, που όσον αφορά τον Θεό παραμένει αναλλοίωτη, αλλά ως προς το δικό μας μέρος χρειάζεται να την επιδιώξουμε. Κι αυτή μας η πρόθεση πρέπει να στηρίζεται από αποφασιστικότητα, κι η αποφασιστικότητα από πράξη και καινότητα ζωής.
 
του Μητροπολίτη Άντονυ (Μπλουμ) του Σουρόζ
αναδημοσίευση από:  http://imverias.blogspot.com/

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

ΛΕΝΕ ΚΑΠΟΙΟΙ:"Μα δεν έχω αμαρτίες!! ΔΕΝ έχω κάνει τίποτα.."



«Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοὶ πύλας Ζωοδότα…»

Παρακαλεί ό υμνωδός να του ανοίξει ό Κύριος τίς πύλες της με­τανοίας…

Αλήθεια.Πόσο δύσκολα ανοίγουν οι πύλες της μετανοίας μας!
Πόσες προφάσεις,πόσες δικαιολογίες,πόσες δυσκολίες για να δεχθεί ή ψυχή ότι φταίει.Ότι είναι αμαρτωλή,ότι έχει ανάγκη μετανοίας.

«Καί τί έκανα;», λένε πολλοί.«Δεν έχω τίποτε το σπου­δαίο!».Καί αυτά,ενώ υπάρχουν κακίες κατά των άλλων καί λόγια πι­κρά καί υβριστικά καί μνησικακίες καί ψεύδη καί της ψυχής αμαρτω­λές επιθυμίες καί της σάρκας αμαρτήματα καί φιλαργυρίες καί σκλη­ρότητες. Καί τόσα καί τόσα άλλα…

Δεν έχουμε λοιπόν ανάγκη μετα­νοίας;Δεν χρειάζεται να καθαρίσουμε την ψυχή μας από όλα αυτά, πού μας κάνουν ενόχους ενώπιον του Θεού; Καί οδηγούν στον θά­νατο της ψυχής,τον χωρισμό της από τον Θεό καί την αιώνια κα­ταδίκη;«Κατά την σκληρότητα οου καί άμετανόητον καρδίαν θη­σαυρίζεις σεαυτώ όργήν εν ήμερα οργής καί άποκαλύψεως καί δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ.β',5).
Είναι πράγματι φοβερό να μέ­νει αμετανόητος ό άνθρωπος.Άλλα καί όταν καταλάβει ή ψυχή του την ανάγκη της μετανοίας,καί τότε τί αγώνας χρειάζεται για να λά­βει την απόφαση της μετανοίας. Πόση ντροπή προκειμένου να εξο­μολογηθεί τίς αμαρτίες πού έγιναν. Πόση δυσκολία να σταματήσει το κακό και να προχωρήσει σε αλλαγή ζωής.Να παύσει την αμαρ­τία.
Ο διάβολος, λέει ό ιερός Χρυσόστομος,με την πονηρία του κατόρθωσε να συνδυάσει με την αμαρτία το θάρρος καί με τη μετάνοια τη ντροπή.
Ενώ στην αμαρτία προχωρούμε με θάρρος,στη μετά­νοια ντρεπόμαστε να προχωρήσουμε.Καί αυτό,για να δυσκολέψει τη μετάνοια,επειδή γνωρίζει ότι αυτή οδηγεί στη σωτηρία.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Δάκρυα Μετανοίας

Υπάρχουν άλλα δάκρυα, για τα οποία ευρύτατος λόγος γίνεται στην Αγία Γραφή. Είναι τα δάκρυα της μετανοίας.
Χωρίς αυτά θα ήταν αδύνατη η σωτηρία του ανθρώπου. Εύκολα κανείς γλιστράει στο κακό. Σκλαβώνεται από την αμαρτία. Ξεσχίζει την ψυχή του στα θανατηφόρα αγκάθια της. Και τότε ένα μέσο θεραπείας υπάρχει. Τα θερμά δάκρυα της αληθινής μετανοίας. Ο Δαβίδ αμάρτησε τόσο βαριά. Η μετάνοιά του όμως και τα ποτάμια των δακρύων του, τον έφεραν και πάλι στο Θεό. Αστείρευτες είχαν γίνει των ματιών του οι βρύσες. «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω»· έλεγε με βαθειά συντριβή (Ψαλμ. στ’, 7). «ἐγενήθη μοι τὰ δάκρυά μου ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτὸς…» (Ψαλμ. μα’, 4). Οι ψαλμοί αυτοί της μετανοίας του «καλλιπενθούς» Δαβίδ έγιναν άριστοι βοηθοί, σωστοί ανελκυστήρες, για να σηκώνονται από τα βάραθρα του κακού τόσες και τόσες πεσμένες ψυχές.
Θυμηθείτε τον Απόστολο Πέτρο. Σε μια στιγμή αδυναμίας αρνήθηκε τρεις φορές τον Θείο Διδάσκαλό του. Συνέρχεται όμως. Μετανοεί. Συντρίβεται η ψυχή του. «…καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσεν πικρῶς» (Ματθ. κστ᾿, 75). Κλάψε λοιπόν Πέτρε. Κλάψε, αφού ο Θεός σου έδωσε «την χάριν των δακρύων» (Μ. Αθανάσιος). «Ο Απόστολος Πέτρος έκλαψε πικρά για το αμάρτημά του έχυσε περισσότερα δάκρυα από όσα είχε χύσει, αφότου υπήρχε στον κόσμο αυτό», όπως έλεγε ο Μωριάκ. Και ο Παπίνι προσθέτει: «Το κλάμα του Πέτρου ξέπλυνε για πάντα το στόμα, που αρνήθηκε». Αυτό το κλάμα είδε ο Χριστός και τον ανεγνώρισε και πάλι μαθητή Του. Και ρωτάει ένας σύγχρονος εκκλησιαστικός συγγραφέας:» Ποια ήταν η διαφορά του Ιούδα από τον Πέτρο; Ο πρώτος δεν μπόρεσε να κλάψει· και χάθηκε. Ο δεύτερος έκλαψε και σώθηκε».
Το ίδιο και η «αμαρτωλός» γυναίκα, την οποία μας θυμίζει κάθε Μ. Τρίτη η Εκκλησία μας. «…Κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας Αὐτοῦ (του Χριστού) τοῖς δάκρυσι…» (Λουκ. ζ᾿ 38). Με απαράμιλλη τέχνη η Κασσιανή ζωγραφίζει τη μετάνοια της γυναίκας αυτής. Στο στόμα της βάζει τα λόγια εκείνα, που έχουν μείνει πλέον αθάνατα: «Δέξαι μου τας πηγάς τῶν δακρύων…». Και σε ένα άλλο τροπάριο της ακολουθίας της Μ. Τρίτης ακούμε: «μή μου τά δάκρυα παρίδς, η χαρά τῶν ’Αγγέλων». Και έτσι η πρώην αμαρτωλή λούζεται στο πνευματικό λουτρό των δακρύων της· σε πνευματικές πηγές. Και γίνεται λευκή σαν το κρίνο. Καθάρια σαν τα γάργαρα νερά.
«Τα δάκρυα της μετανοίας είναι το «δεύτερο βάπτισμα της ψυχής». Διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Και μιλάνε για τον «νιπτήρα της αμαρτίας»· που είναι το μυστήριο της μετανοίας και τα δάκρυα. «Καὶ δάκρυον στάξαν ἰσοδυναμεῖ λουτρῷ παλλιγγενεσίας και ἐπανάγει τὴν χάριν…», έγραφε ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Στα δάκρυα καταφεύγουν τόσοι και τόσοι, για να λευκανθούν από το ρύπο της αμαρτίας. «Δακρύων ὄμβρους» «προσάγουν» στο Νυμφίο Χριστό. Και προσπαθούν «…δάκρυσιν ἐξαλεῖψαι…τῶν πταισμάτων το χειρόγραφον…». «Όταν αμαρτήσεις βαριά, στείλε στο Θεό ως μεσιτεία τα καυτά σου δάκρυα» συμβουλεύει ο Άγιος Κυπριανός. Η εκκλησιαστική ιστορία μιλάει για τους «προσκλαίοντας». Για τους χριστιανούς, δηλαδή εκείνους, που όταν έπεφταν σε βαριά αμαρτήματα δεν έμπαιναν μέσα στο ναό. Στεκόντουσαν έξω από την πόρτα και με θερμά δάκρυα παρακαλούσαν, όσους προχωρούσαν μέσα, να προσευχηθούν στο Θεό γι’ αυτούς.
Και πόσα αλήθεια! Πόσα δεν κατορθώνονται με της μετανοίας τα ειλικρινή δάκρυα! Μεγάλη η δύναμή τους. «Παντοκράτορ Κύριε, οἶδα πόσα δύνανται τα δάκρυα» ψάλλει ο υμνωδός. «Οὐδεμία ἐστί κακία, μη διαλυομένη τοῖς σωτηρίοις δάκρυσι τῆς μετανοίας». Γράφει ο όσιος Νείλος. Και ο Στηθάτος προσθέτει: «Τα δάκρυα της μετανοίας είναι σαν ποτάμι, που πλημμυρίζει και ξεθεμελιώνει όλα τα κάστρα της αμαρτίας». Είναι ένα ζεματιστό νερό-ένα άλλο «υγρό πυρ»- που κατακαίει το κακό και καθαρίζει την καρδιά. Ο Σατωβριάνδος παρέτερησε: «Χρειάζονται χρόνια μετανοίας, για να σβήσουμε ένα πταίσμα μας από τη μνήμη των ανθρώπων. Για τον Θεό όμως αρκεί ένα και μόνο δάκρυ». «Πολύ το πύρ τῆς μαρτίας και λίγ δακρύ σβέννυται». Βεβαιώνει και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και προσθέτει: Με τα δάκρυα της μετανοίας «…τό κ τῶν ἁμαρτημάτων ἀφανίζεται σκότος…». Και αλλού: «Οὐδέν οὕτω συγκολλᾷ και ἐνοῖ τῷ Θεῷ, ὡς τά τοιαῦτα δάκρυα». Δηλαδή× τίποτε δεν συγκολλάει με το Θεό, όσο της μετανοίας τα δάκρυα. Σε μια άλλη ομιλία του ο ιερός Χρυσόστομος ονομάζει τα δάκρυα της μετανοίας, φιλοσοφίας δάκρυα: «Ταῦτα φιλοσοφίας τά δάκρυα». Με αυτά εξαγιάζεται η ψυχή. Και «αν το δάκρυ είναι δείγμα υγείας για το μάτι, είναι όμως σημείο εξυγιάνσεως για την ψυχή». Και αν τα δάκρυα, που αναφέραμε στην αρχή, ανακουφίζουν τον άνθρωπο, τα δάκρυα της μετανοίας τον λυτρώνουν. Δάκρυα σωτήρια. Έχουν λοιπόν μεγάλη αξία. «Τα βουρκωμένα μάτια είναι τα ωραιότερα για το Χριστό», γράφει κάπου ο Γάλλος ποιητής Ροστάν. Είναι τα ευεργετικότερα για τον άνθρωπο. Και πολύτιμα μπροστά στο Θεό. «Ο ουρανός πανηγυρίζει περισσότερο για το δακρύβρεχτο πρόσωπο ενός αμαρτωλού, παρά για το λευκό ιμάτιο εκατό εναρέτων» λέγει ο Β. Ουγκώ. Και ο θείος Χρυσόστομος κήρυττε: «Οὐδέν ἥδιον ὀφθαλμῶν δεδακρυσμένων».
Μια Περσική παράδοση λέει τα εξής: Κατέβηκε κάποτε ένας Άγγελος στη γη. Για να βρει και να φέρει στον ουρανό ό,τι εκλεκτότερο υπάρχει σ’ αυτή. Πρώτα έφερε μερικές σταγόνες από τον τίμιο ιδρώτα ενός γεωργού. Κατόπιν τα δάκρυα μιας πονεμένης μάνας, που έκλαιγε απαρηγόρητα στ προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού της. Τέλος μερικές σταγόνες αίμα από ένα παλικάρι, που ξεψυχούσε στο πεδίο της μάχης. Τα είδε όλα αυτά ο Θεός με συμπάθεια. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο ακόμη πιο σπουδαίο, λέει στον Άγγελο. Άνοιξε εκείνος τα φτερά του και ξανακατέβηκε στη γη. Και ενώ συλλογιζόταν, ποιο άραγε να είναι το πολυτιμότερο πράγμα, άκουσε κάποιον, που έκλαιγε και έχυνε πυκνά δάκρυα μετανοίας. Γρήγορα τα έφερε στον ουρανό. Α! μάλιστα, είπε ο Θεός. Αυτά τα δάκρυα είναι ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει πάνω στη γη.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δροσοσταλίδες της καρδιάς»,
επισκόπου Νικηφόρου,
Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Μου γράφεις ότι άκουσες από την γιαγιά σου κάτι (σαν παραμύθι), για τις πέντε πληγές του Χριστού. Και ρωτάς: Ποια είναι η πραγματικότητα;
Διάβασε την Καινή Διαθήκη. Είναι ντροπή να μην ξέρουμε την Πίστη μας. Άφησε στην άκρη κάθε άλλο διάβασμα! Άρχισε την μελέτη σου από τα ιερά Ευαγγέλια. Αυτή ειναι η πιο σπουδαία και η πιο λυτρωτική μελέτη. Πρώτη στην σειρά, έρχεται η γνώση της Πίστεως. Και μετά η κάθε άλλη γνώση. Να τον μελετάς τον λόγο του Θεού. Ο λόγος του Θεού δίνει αξία στον δικό μας λόγο. Όπως τα διαμάντια στα γυναικεία κοσμήματα.

Η Αγία Γραφή μας τα λέει καθαρά ότι οι πληγές του Χριστού είναι πέντε. Μα είναι η φοβερή πραγματικότητα: δύο στα χέρια δύο στα πόδια και μία στα πλευρά. Από τα καρφιά. Και από τις αμαρτίες μας. Τρυπημένα τα χέρια που ευλογούσαν!
Τρυπημένα τα πόδια που βάδιζαν τον δρόμο της αληθείας! Τρυπημένη η πλευρά, πού άναψε την θεία και ιερή φλόγα της αγάπης!
Έτσι το θέλησε ο Υιός του Θεού.
-Να Του τρυπηθούν τα χέρια, για τις αμαρτίες πού εκάμαμε με τα χέρια μας- (φόνους, κλεψιές, βιαιότητες).
-Να Του τρυπήσουν τα πόδια, για τις αμαρτίες πού έκαμαν τα πόδια, (ένα δάσος πόδια!), που έτρεξαν να κάνουν το κακό, το κάθε κακό!
-Του τρύπησαν την πλευρά κοντά στην καρδιά, γιατί η δική μας καρδιά, ήταν γεμάτη με κάθε κακία ασέβεια, βλάσφημες σκέψεις, κτηνώδεις επιθυμίες, μίσος και φθόνο, και σχέδια δαιμονικά εναντίον αδελφών, εναντίον φίλων, εναντίον του Θεού!
-Τρυπήθηκαν τα χέρια του Χριστού, για να θεραπευθούν οι αμαρτίες που{ έκαμαν τα δικά σου χέρια!
-Τρυπuθηκαν τα πόδια Του, για να επιστρέψουν τα πόδια τα δικά σου από τον δρόμο της απώλειας!
-Τρυπηθηκε η πλευρά Του, για να καθαρίσει η δική σου καρδιά από τις αμαρτωλές σκέψεις και επιθυμίες!

Οταν ο Κρόμβελ, ο φοβερός αυτός δικτάτορας της Αγγλίας, άρχισε να αρπάζει τίς περιουσίες των Μοναστηριών και των Εκκλησιών, έγινε μια μεγαλειώδης πορεία διαμαρτυρίας. Μια διαδήλωση. Χιλιάδες λάβαρα και πανώ, που έγραφαν «Οι πέντε πληγές του Χριστού». Και ο δικτάτορας υποχώρησε. Μετάνοιωσε. Οχι για άλλο λόγο. Σεβάστηκε τα λόγια, που ήταν γραμμένα στο πλακάτ: Πέντε είναι οι πληγές του Χριστού!
Μάθε να τις σέβεσαι και συ!
Πέντε είναι οι πληγές του Χριστού! Πέντε οι κρουνοί του Αιματός Του. Από αυτές έρευσε το Αίμα Του, που αγίασε την γη και εξηγόρασε το ανθρώπινο γένος. Με το Αίμα Του, που έρευσε από τις πέντε πληγές Του πλένει τον κάθε πιστό Του.

Σαν θαυματουργός και παντοδύναμος ο Κύριος πήρε πέντε ψωμιά, και έθρεψε με αυτά πέντε χιλιάδες ψυχές! Έτσι και με το Αίμα Του. Μπορεί να θρέψει ψυχικά εκατομμύρια πιστών! Αυτό είναι η Θεία Μετάληψη!
Φρόντισε λοιπόν την Μεγάλη Παρασκευή να σταθείς κάτω από τον Σταυρό Του. Και παρακάλεσε Τον. Να σε καθαρίσει και σένα με το Αίμα Του. Και να ζωοποιήσει την ψυχή σου. Ώστε, την Ανάσταση, να φωνάζεις και συ μαζί με τις άγιες μυροφόρες ότι Ανέστη ο Κύριος όντως.

Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Επίσκοπος Αχρίδος

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Αντί οι γέροι να γίνουν όπως τα παιδιά, κάνουν τα παιδιὰ γέρους!
Γράφετε πόσο αγαπάτε τα παιδιὰ εξαιτίας της υπέροχης ευγνωμοσύνης τους, η οποία έχει χαθεί στους μεγάλους ή έχει περιοριστεί αρκετά. Δίνετε παραδείγματα. Θα σας δώσω και εγὼ ένα. Ο μητροπολίτης της Αγίας Πετρούπολης Ισίδωρος έλεγε συχνὰ πως όταν ήταν παιδὶ ήταν ξυπόλυτος. Κάποιος άνθρωπος ονόματι Πέτρος τον λυπήθηκε και του αγόρασε ένα ζευγάρι γαλότσες με λαστιχένιες σόλες για πέντε καπίκια. Αυτὴ η μικρὴ ευεργεσία χαράχθηκε τόσο βαθιὰ στη μνήμη του μικρού Ισίδωρου, ώστε μετὰ και κατὰ τη διάρκεια πενήντα χρόνων ως ιερέας και ως επίσκοπος συχνὰ στις Λειτουργίες μνημόνευε τον ευεργέτη του Πέτρο.

Παρακάτω γράφετε, ότι ακριβώς επειδὴ αγαπάτε τα παιδιὰ γι’ αυτὸ τα λυπάστε. Διότι ήρθαν δύσκολοι καιροὶ για την παιδικὴ ψυχή, για τον παιδικὸ χαρακτήρα. Οι αντιθέσεις σαν κρύοι άνεμοι κτυπούν τα παιδιὰ στο σπίτι, στο σχολειό και τον δρόμο. Και δεν είναι ότι απλά φέρνουν μπροστὰ στα παιδιὰ δύο ποτήρια, αλλὰ δύο αντίθετες θεωρίες για τη ζωή, την εκπαίδευση, την οικογένεια, την πατρίδα, ακόμα δε περισσότερο μπερδεύουν τα παιδιὰ με αντίθετα παραδείγματα. Θα επιθυμούσατε κάποια ιδιαίτερη εκπαίδευση για τα παιδιὰ που θα τα προστάτευε απὸ τη σύγχρονη ανευθυνότητα και σύγχυση.

Ο Χριστὸς είπε: «Αν δεν αλλάξετε κι αν δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε στη βασιλεία του Θεού» (Ματθ. 18,3). Ο Χριστός, λοιπόν, βλέπει μεγαλύτερη ανάγκη στην εκπαίδευση των ενηλίκων παρὰ των παιδιών. Δείχνει τη μέθοδο, πώς πρέπει να εκπαιδευτούν οι ενήλικες. Πολὺ απλά: Κοιτάζοντας τα παιδιά. Αλλά είπε πως πρέπει να εκπαιδεύσουμε και τα παιδιά: «Αφήστε τα παιδία και μην τα εμποδίζετε να έλθουν κοντά μου» (Ματθ. 19.14). Αφήστε τα παιδιὰ να πλησιάσουν τον Χριστὸ και αφήστε τους ενήλικες να πλησιάσουν τα παιδιά. Επειδή ο Χριστὸς δεν διδάσκει μόνο, αλλὰ δίνει και ευλογημένη πνευματικὴ δύναμη ώστε τα παιδιὰ να μπορούν να φέρουν εις πέρας όλα όσα έμαθαν. Ο Χριστὸς είναι η αιώνια νεότητα. Αυτὴ η αιώνια νεότητα καλεί τα παιδιὰ για να τους δωρίσει τη δύναμη για να μην γεράσουν την ψυχή τους, αλλὰ να παραμείνουν για πάντα νέοι, αγαθοὶ και χαρούμενοι άνθρωποι.

Με μιὰ λέξη η σοφία της εκπαίδευσης των παιδιών απὸ τον Χριστὸ έγκειται στο γεγονὸς ότι τα παιδιὰ παραμένουν για πάντα παιδιὰ και δεν μεταμορφώνονται σε γέρους. Αντίθετα μ’ αυτὴ τη σοφία στέκει η σχολικὴ σχολαστικὴ εκπαίδευση που με τη δύναμή της βαραίνει έτσι τα παιδιά, που τα γερνάει όσο το δυνατὸν γρηγορότερα. Προβάλλει τους γέρους ως παράδειγμα, τα διαποτίζει με γερασμένες σήψεις, τους μαραζώνει την καρδιὰ με γεροντικὴ απαισιοδοξία. Αντὶ οι γέροι να γίνουν όπως τα παιδιά, κάνουν τα παιδιὰ γέρους. Και έτσι ούτε οι γέροι μπαίνουν στο Βασίλειο του Χριστού ούτε επιτρέπουν στα παιδιὰ να μπουν. Γι’ αυτὸ αναφέρεται παντού στην Ευρώπη ότι η νεολαία βρίσκεται σε απόγνωση. Ας ευλογήσει ο Χριστὸς να ξανανιώσει η νεολαία της Ευρώπης.


Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς. «Δεν φτάνει μόνο η πίστη»

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Κυριακή Σταυροπροσκυνήσεως

                       Ο Σταυρός του Χριστού η Ωραιότης της Εκκλησίας!




Την τρίτη Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία μας προβάλλει στους πιστούς της τον Σταυρό του Κυρίου. Κατά το συναξάρι της ημέρας: «Επειδή με τη σαρανταήμερη νηστεία, κατά κάποιο τρόπο σταυρωνόμαστε και εμείς με τη νέκρωση από τα πάθη, κι έχουμε μια αίσθηση πικρίας με το να μας δημιουργείται ακηδία και κατάπτωση, μπαίνει μπροστά μας ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, σαν αναψυχή και στήριγμά μας, και σαν υπόμνηση του Πάθους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και παρηγοριά: αν ο Θεός μας σταυρώθηκε για μας, πόσα πρέπει να κάνουμε εμείς για χάρη Του; Ανακουφιζόμαστε λοιπόν από τους κόπους μας, με την παράθεση των δεσποτικών θλίψεων και με την υπόμνηση και ελπίδα της δόξας που ήρθε μέσα από τον Σταυρό». Κι είναι πράγματι μία επιπλέον ευκαιρία που δίνει η Εκκλησία για να προβληματιστούμε πάνω στο μέγιστο μυστήριο της Σταυρικής Θυσίας του Κυρίου μας.

1. Ο Σταυρός του Χριστού: ιστορικό γεγονός.
Στο Σύμβολο της Πίστεως, εκεί που αναφέρεται στον Σταυρό του Κυρίου, λέει: «Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου». Ο Χριστός σταυρώθηκε στην Ιουδαία επί της ηγεμονίας του Ποντίου Πιλάτου. Η σταύρωση δηλαδή έχει ιστορικές συντεταγμένες. Δεν αποτελεί ένα μύθευμα – συνέβη «μια φορά κι έναν καιρό», δηλαδή ποτέ. Ούτε πάλι κατανοείται ως πιθανή ψευδαίσθηση ορισμένων πιστών. Πρόκειται για γεγονός της ιστορίας, που προκαλεί τον οιονδήποτε, πιστό ή αμφισβητία, να ερευνήσει το γεγονός, να το ψηλαφήσει με ανθρώπινα μέσα, να το εντάξει μέσα σε ευρύτερα πλαίσια. Με άλλα λόγια, η αποδοχή της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού και των παθών Του είναι αναμφισβήτητη. Μόνον κακοπροαίρετοι και ελλειμματικοί κατά τον νου προκαλούν ερωτηματικά πάνω στα αυτονόητα. Η ίδια η ιστορία όμως τους διαψεύδει. Ο Χριστός έπαθε «επί Ποντίου Πιλάτου».
Για τους πιστούς όμως υπάρχει και η οραματική επιβεβαίωση του γεγονότος της Σταύρωσης και από πολλούς αγίους. Δεν είναι λίγοι οι άγιοι που «είδαν» με τη χάρη του Θεού τα γεγονότα του Πάθους. Θυμόμαστε για παράδειγμα το περιστατικό του Γεροντικού με τον όσιο Ποιμένα. Σε έκσταση ευρισκόμενος αλλοιώθηκε το πρόσωπό του, ενώ δάκρυα το αυλάκωναν πυκνά. Και πιεζόμενος από τους μαθητές του ομολόγησε: «Ήμουν κάτω από τον Σταυρό του Κυρίου με την Παναγία Μητέρα Του και τον άγιο Ιωάννη. Πόσο θα ήθελα διαρκώς να κλαίω έτσι μαζί τους!» Παρόμοιο όραμα – και όχι μία μόνο φορά – έζησε και ο μεγάλος Γέροντας της εποχής μας π. Πορφύριος. Κι εκείνος Μεγάλη Πέμπτη βράδυ, αλλά και άλλη φορά, «είδε» τον Εσταυρωμένο και συγκλονισμένος, τόσο που δεν μπορούσε να συνεχίσει την ακολουθία, έζησε στιγμές από το άγιο Πάθος Του.
2. Ο Σταυρός: μυστήριον μέγα.
Αν όμως η ιστορικότητα της Σταύρωσης του Κυρίου είναι αναμφισβήτητη, εκείνο που δημιουργεί πρόβλημα αποδοχής είναι το είδος του σταυρικού μαρτυρίου του Χριστού. Το μαρτύριο του Χριστού δεν είναι κάτι το εξωτερικό: βάσανα που φαίνονται. Τέτοια βάσανα σωματικής μορφής πέρασαν άνθρωποι, προ Χριστού και μετά Χριστόν. Το μαρτύριο του Χριστού είναι ποιοτικό, έχει δηλαδή βάθος που δεν μπορεί να προσεγγιστεί παρά μόνον με την πίστη. Διότι επάνω στον Σταυρό δεν πάσχει ένας άνθρωπος, αλλ’ ο ίδιος ο Υιός του Θεού ως άνθρωπος.
Η εν πίστει προσέγγιση – δείγμα της χάρης του Θεού – διανοίγει τους οφθαλμούς της καρδιάς για να δει ο άνθρωπος την πραγματικότητα: την άρση της αμαρτίας του κόσμου από τον Χριστό. Ο Χριστός πάνω στον Σταυρό «αίρει την αμαρτίαν του κόσμου», γεγονός που σημαίνει ότι καταργείται για τον άνθρωπο «το σώμα της αμαρτίας» - δεν αμαρτάνει αναγκαστικά πια ο άνθρωπος – και συμφιλιώνεται με τον Θεό. Με τον Σταυρό του Χριστού έτσι διανοίχτηκε η κλειστή θύρα της Βασιλείας των Ουρανών. Ο Ουρανός έγινε φιλικός και πάλι προς αυτόν. Ό,τι έχασε ο άνθρωπος από την ανυπακοή των πρωτοπλάστων, το κέρδισε πολύ περισσότερο τώρα, με τη μέχρι θανάτου υπακοή του Χριστού, του νέου Αδάμ. «Παρ’ ότι ήμασταν εχθροί με τον Θεό, μας συμφιλίωσε μαζί Του ο σταυρικός θάνατος του Υιού Του…Κι όπως η παρακοή του ενός ανθρώπου έκανε όλη την ανθρωπότητα αμαρτωλή, έτσι και με την υπακοή του ενός θα αναγνωριστούν όλοι δίκαιοι από τον Θεό» (Ρωμ. 5, 10. 19). «Άρα ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. 2, 19).
Η άρση της αμαρτίας του κόσμου δεν σχετίζεται με ορισμένες μόνον εποχές. Ο Χριστός «αίρει την αμαρτίαν» σύμπαντος του κόσμου: του προ Αυτού, του κατά την εποχή Του και του μετά από Αυτόν. Έτσι δεν υπάρχει κανείς που να μην είναι ενταγμένος στην κίνηση αγάπης Του, ενώ, ακριβώς γι’ αυτό, δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη. Εκείνος που θα επικαλεστεί μετά τη σταύρωση του Κυρίου τις πολλές και μεγάλες αμαρτίες του για να δικαιολογήσει την απομάκρυνσή του από τον Θεό, ουσιαστικά βλασφημεί τον Σταυρό Εκείνου. Είναι ευνόητο μετά τα παραπάνω ότι οποιαδήποτε λογική προσπάθεια κατανοήσεως του μαρτυρίου του Χριστού διαστρέφει το μαρτύριο και το πάθος Του. Διότι το υποβαθμίζει σε κάτι το φυσικό και ανθρώπινο μόνο. Ο Σταυρός του Χριστού, που αποκορυφώνει το όλος πάθος της ζωής Του, είναι μυστήριο μεγάλο. Αποτελεί θέα των πιστών που κατ’ αναλογία της πίστεώς τους βιώνουν τη χάρη του Θεού μέσα στην καρδιά τους.
3. Ο Σταυρός: φανέρωση της αγάπης του Θεού.
Η αποδοχή του Σταυρού του Κυρίου ως μυστηριακού γεγονότος οδηγεί στην υπέρβαση της παγίδας των «αναλύσεων». Οι αναλύσεις σχετικοποιούν το μυστήριο του Σταυρού και το υποβιβάζουν, όπως είπαμε, στο επίπεδο της ανθρώπινης λογικής. Στην παγίδα αυτή δυστυχώς έπεσαν στο παρελθόν η Δυτική θεολογία και όσοι από τους ορθοδόξους θεολόγησαν με Δυτικά κριτήρια. Δεν ξεχνάμε για παράδειγμα την προσπάθεια του Ανσέλμου Κανταουρίας, που προβληματιζόταν πάνω στο ερώτημα «γιατί έγινε άνθρωπος ο Θεός και γιατί έπαθε». Και η απάντηση που έδινε αποκάλυπτε τη δικανική- νομική κατανόηση της σωτηρίας του ανθρώπου από τον Θεό: να εξιλεωθεί ο Θεός με το πάθος του Υιού Του.
Η ορθόδοξη Εκκλησία απέφυγε τον πειρασμό. Προβληματίστηκε μόνο πάνω στο «έδει παθείν τον Χριστόν», έπρεπε να πάθει ο Χριστός, που σήμαινε γι’ αυτήν κυρίως δύο πράγματα: 1. Το μέγεθος της αμαρτίας του ανθρώπου, τέτοιας που η διδασκαλία μόνη του Χριστού ή και τα θαύματά Του δεν ήταν ικανά προς σωτηρία. Έπρεπε να θυσιαστεί για να αρθεί το χάσμα που η αμαρτία είχε θέσει μεταξύ ανθρώπου και Θεού. 2. Την άπειρη αγάπη του Θεού, που δεν διστάζει να θυσιάσει και τον μονογενή Του Υιό για να σωθεί ο κόσμος. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν Αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 3, 16).
Ο προβληματισμός πάνω στην αγάπη του Θεού έθετε για την Ορθόδοξη Εκκλησία και το θέμα της δικαιοσύνης Του. Η δικαιοσύνη του Θεού φανερώθηκε στον Σταυρό ως αγάπη, που σήμαινε κατ’ άνθρωπον αδικία. Και τούτο γιατί ανθρώπινα δεν μπορεί να νοηθεί η καταδίκη του αθώου – του Χριστού που πάσχει υπέρ του αμαρτωλού κόσμου - και η δικαίωση των ενόχων – των ανθρώπων που απαλλάσσονται από την καταδίκη. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη απαιτεί το αντίθετο: την καταδίκη του ενόχου και την απαλλαγή του αθώου. Έτσι με τον Σταυρό ιδίως του Χριστού διαπιστώθηκε ότι η θεία δικαιοσύνη δεν λειτουργεί με τα μέτρα τα ανθρώπινα. Αν λειτουργούσε έτσι, το ανθρώπινο γένος θα έπρεπε λόγω της αμαρτίας του να αφανιστεί. Ευτυχώς για εμάς μέτρο της δικαιοσύνης του Θεού είναι η άπειρη αγάπη Του.
Η πατερική παράδοση επεσήμανε την αλήθεια αυτή, όπως για παράδειγμα την εκφράζει ο μεγάλος Ισαάκ ο Σύρος: «Μην ονομάζεις τον Θεό δίκαιο. Διότι η δικαιοσύνη του Θεού δεν γνωρίζεται στα έργα σου… Πώς θα ονομάσεις τον Θεό δίκαιο, όταν διαβάζεις στο ευαγγέλιο για τον μισθό των εργατών; Φίλε, λέγει, δεν σε αδικώ, θέλω να δώσω και σ’ αυτόν τον τελευταίο όσα έδωσα και σ’ εσένα. Εάν ο οφθαλμός σου είναι πονηρός, όμως εγώ είμαι αγαθός. Πώς θα ονομάσει κανείς δίκαιο τον Θεό, όταν διαβάζει στο ευαγγέλιο τα περί του ασώτου υιού, που εσκόρπισε τον πατρικό πλούτο σε ασωτείες, και όταν έδειξε μόνο κατάνυξη, πώς έτρεξε ο πατέρας και έπεσε στον τράχηλό του, και του έδωσε εξουσία πάνω σ’ όλον τον πλούτο…Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού; Διότι ήμασταν αμαρτωλοί, και ο Χριστός απέθανε για χάρη μας;»
4. Ο Σταυρός: κλήση προς μετοχή.
Η απορροή τόσων μεγάλων δωρεών για τον άνθρωπο από τον Σταυρό του Χριστού - κατάργηση της αμαρτίας, συμφιλίωση με τον Θεό, επανένταξη στη Βασιλεία του Θεού – είναι γνωστό ότι προϋποθέτει και την αποδοχή του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν πιστέψει στον Χριστό, αν δεν γίνει μέλος του μυστικού σώματός Του, της Εκκλησίας, οι δωρεές αυτές παραμένουν ανενέργητες γι’ αυτόν και κενές περιεχομένου. Διότι προς σωτηρία του ανθρώπου απαιτείται όχι μόνο η χάρη του Θεού, αλλά και η δική του η θέληση. Πώς λοιπόν πιο συγκεκριμένα μετέχει κανείς στο Χριστό, δηλαδή γίνεται μέτοχος των δωρεών της σταυρικής Του θυσίας;
1. Με το βάπτισμα. Το βάπτισμα αποτελεί συμμετοχή στον θάνατο και την Ανάσταση του Κυρίου. Όταν τριττώς καταδύεται και τριττώς αναδύεται ο άνθρωπος από την κολυμβήθρα, την «κοιλιά» της Εκκλησίας, συμμετέχει στον θάνατο και την Ανάσταση Εκείνου. Με τη συμμετοχή του αυτή καθαρίζεται, «πεθαίνει», από κάθε αναγκαστική ροπή αμαρτίας και βγαίνει νέος, αναστημένος άνθρωπος. Ο Χριστός γεννιέται μέσα του και γίνεται μέλος του σώματός Του. «Πραγματικά, το βάπτισμά μας σημαίνει πώς συμμετέχουμε στον θάνατο και στην ταφή του Χριστού. Κι όπως ο Πατέρας Θεός με τη δύναμή Του ανέστησε τον Χριστό από τους νεκρούς, το ίδιο κι εμείς μπορούμε να ζήσουμε μία νέα ζωή. Όπως δηλαδή ενταχτήκαμε οργανικά στο σώμα του Χριστού με μία πράξη που συμβολίζει συμμετοχή στον θάνατό του, έτσι θα συμμετάσχουμε πραγματικά και στην ανάστασή Του» (Ρωμ. 6, 4-5).
2. Με τη θεία Κοινωνία. Η μετοχή του ανθρώπου στον Σταυρό δεν σταματά με το βάπτισμα και το συνακόλουθο βεβαίως χρίσμα. Συνεχίζεται διαρκώς με την εν μετανοία μετοχή του πιστού στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Διότι η Θεία Ευχαριστία προσφέρει τη διακράτηση και την αύξηση της χάρης του Θεού, που εισήλθε στο βάθος της ψυχής διά του βαπτίσματος. Έτσι χωρίς το σώμα και το αίμα του Χριστού ο πιστός αδυνατίζει και μαραίνεται πνευματικά, που σημαίνει ότι οι δωρεές του Σταυρού με την Θεία Ευχαριστία ανανεώνονται και πολλαπλασιάζονται.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλώντας για τη Θεία Ευχαριστία τονίζει τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα αυτής: «Όταν προσίης τω φρικτώ ποτηρίω, ως απ’ αυτής πίνων της πλευράς, ούτω προσίης», όταν προσέρχεσαι δηλαδή στο φρικτό ποτήριο, να προσέρχεσαι σαν να πίνεις από την ίδια την πλευρά του Σωτήρος.
3. Με τον αγώνα για πνευματική ζωή. Ο Χριστιανός δεν γίνεται πνευματικός, μέτοχος δηλαδή των δωρεών του Πνεύματος του Θεού, μόνο με τη συμμετοχή του στα μυστήρια. Μία τέτοια θεώρηση θα έδειχνε ότι η σωτηρία είναι αποτέλεσμα μόνο της χάρης του Θεού χωρίς την ανθρώπινη συνέργεια. Γίνεται και με τον αγώνα του για τήρηση των εντολών του Χριστού. Η τήρηση των εντολών, κυρίως της πίστεως στον Χριστό και της αγάπης στον συνάνθρωπο, τον καθιστά «ανοιχτό» στη χάρη του Θεού και του δημιουργεί τις συνθήκες ορθής μετοχής του στα μυστήρια. Η τήρηση όμως αυτή δεν είναι εύκολη. Απαιτεί σκληρό αγώνα κατά των παθών και των αμαρτιών, ακόμη δε και κατά του αρχεκάκου διαβόλου, που μας πειράζει μέσω των παθών. Έτσι η πνευματική ζωή αποτελεί κυριολεκτικά «μάτωμα» της ψυχής, δόση αίματος, κατά το «δος αίμα και λάβε Πνεύμα», μ’ ένα λόγο κατανοείται ως συσταύρωση με τον Χριστό. «Ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν και ακολουθείτω μοι» (Λουκ. 9, 23).
Ο Σταυρός του Χριστού αποτελεί τη σωτηρία μας. Αυτός είναι η ωραιότητα της Εκκλησίας και η καθέδρα της ορθοδόξου θεολογίας. Κατά τον υμνογράφο «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης, Σταυρός η ωραιότης της Εκκλησίας, Σταυρός βασιλέων το κραταίωμα, Σταυρός πιστών το στήριγμα, Σταυρός αγγέλων η δόξα και των δαιμόνων το τραύμα». Δεν έχουμε παρά να Τον ζούμε καθημερινά με τον τρόπο που είπαμε. Η καθημερινή διαπίστωσή μας θα είναι η συνεχής μεταμόρφωσή μας, όχι από πλευράς ασφαλώς φύσεως, αλλά από πλευράς τρόπου ζωής. Με τον τρόπο αυτό θα ανήκουμε και εμείς σε εκείνους που χαρμονικά θα προσμένουν το «σημείον» του Υιού του ανθρώπου, τον Σταυρό, όταν ως σύμβολό Του θα εμφανιστεί κατά τη Δευτέρα Του Παρουσία.

Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ

 Ο επονομαζόμενος Άνθρωπος του Θεού

Τοιχογραφία του Αγίου Αλεξίου του 1457
από τη Λιτή του Καθολικού της Ιεράς Μονής
Διονυσίου του Αγίου Όρους.
Ανάμεσα στους δημοφιλέστερους αγίους των πρώιμων χριστιανικών χρόνων συγκαταλέγεται και ο τιμώμενος στις 17 Μαρτίου Άγιος Αλέξιος, ο οποίος διακρίθηκε για τη φιλόθεη βιοτή, τη βαθιά ευσέβεια και πίστη και την άκρα ταπείνωση, άσκηση και εγκράτεια. Η αφανής επίγειά του βιοτή, του εξασφάλισε κατά θεϊκή επιταγή τη θεόκλητη προσωνυμία «Ο Άνθρωπος του Θεού», αφού ο ίδιος ο Κύριος με τη φωνή Του τον αποκάλυψε, τον ονόμασε και τον υπέδειξε στον χριστιανικό λαό της Ρώμης.


Ο Άγιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη το 357 επί των ημερών του βασιλιά Κωνστάντιου. Ήταν ο μονογενής γιος του υψηλού αξιωματούχου Ευφημιανού, του πρώτου της Συγκλήτου, και της Αγλαΐδας, που καταγόταν από αριστοκρατικό γένος. Οι πλούσιοι και ευγενείς γονείς του διακατέχονταν από βαθιά χριστιανική πίστη και από φιλάνθρωπα χριστιανικά αισθήματα. Γι’ αυτό και το σπίτι τους είχε καταστεί το καταφύγιο των ορφανών, των χηρών και των πενήτων. Ο Αλέξιος ανατράφηκε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως, αλλά του προσφέρθηκε πλουσιοπάροχα και κοσμική γνώση και σοφία. Εκείνος όμως από μικρός άρχισε να ποθεί τα ουράνια αγαθά και σύντομα η ψυχή του άρχισε να πυρπολείται από θείο έρωτα. Γι’ αυτό και αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στη μελέτη των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ενώ αποστρεφόταν κάθε τι το κοσμικό. Η επιθυμία όμως των γονέων του ήταν να δουν τον γιο τους άξιο και λαμπρό διάδοχο του πλούτου και της δύναμής τους. Η πιθανή αφιέρωση του γιου τους στον Θεό ήταν κάτι που δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν ποτέ. Γι’ αυτό και στην προσπάθεια της αποκατάστασης του Αλεξίου βρήκαν μία πανέμορφη κοπέλα με βασιλική καταγωγή, αλλά και με ένθεο ζήλο. Μόλις ο Αλέξιος έγινε δεκαέξι ετών, αποφασίστηκε ο πολυτελής γάμος του, ο οποίος τελέστηκε με κάθε λαμπρότητα.

Μετά το μυστήριο οι δύο σύζυγοι βρέθηκαν μόνοι τους και ο Αλέξιος έδωσε στη σύζυγό του το χρυσό δακτυλίδι και τη ζώνη του ως σύμβολα της κοινής αφοσιώσεώς τους στον Χριστό, αφού η μεν κοπέλα είχε συναισθανθεί τον κρυφό πόθο του Αλεξίου για άσκηση και κατά Χριστόν ζωή, ο δε Αλέξιος είχε καταλάβει τη συγκατάθεση της συζύγου του για τον θείο του έρωτα και τη φυγή του από τη Ρώμη. Μετά τη συνομιλία των δύο συζύγων ο Αλέξιος παρακάλεσε έναν παράνυμφο της συνοδείας του να τον συνοδεύσει μέχρι το λιμάνι της Ostia, που ήταν το επίνειο της Ρώμης. Έτσι μέσα στη νύχτα και ενώ η πόλη της Ρώμης διασκέδαζε ξέφρενα στο γαμήλιο γλέντι, ο Αλέξιος φτάνοντας στο λιμάνι ζήτησε από τον συνοδό του να τον αφήσει να κάνει έναν περίπατο. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με προορισμό τη Συρία. Στο μεταξύ ο παράνυμφος άρχισε να αναζητά τον Αλέξιο και μόλις πληροφορήθηκε ότι επιβιβάστηκε σε πλοίο και έφυγε, ενημέρωσε τους γονείς του, οι οποίοι αναστατώθηκαν και πικράθηκαν. Μάλιστα ο πατέρας του, ο Ευφημιανός, άρχισε να αναζητά απεγνωσμένα το παιδί του, ενώ η σύζυγος του Αλεξίου παρέμεινε στο σπίτι του για να συμπαρασταθεί στην απελπισμένη πεθερά της.

Ο Αλέξιος έφτασε με το πλοίο στη Σελεύκεια και αφού έβγαλε τα πολυτελή ενδύματά του και μοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά του, άρχισε να περιέρχεται τη χώρα σαν ζητιάνος. Από τη Σελεύκεια έφτασε στην Έδεσσα της Συρίας και μάλιστα τη χρονιά της κοιμήσεως του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, δηλαδή το 373. Εκεί επιδόθηκε στην προσευχή και τη νηστεία και καθημερινά κατέφευγε στον ναό του Αγίου Αποστόλου Θωμά, ο οποίος κατέστη το κέντρο της κατά Χριστόν ζωής του. Ζούσε και κυκλοφορούσε σαν ζητιάνος και έμεινε αφανής και ξένος για όλους, ακόμη και για τους υπηρέτες του πατέρα του, οι οποίοι έφτασαν μέχρι την Έδεσσα αναζητώντας τον Αλέξιο χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, αφού δεν κατόρθωσαν να τον αναγνωρίσουν και μάλιστα του πρόσφεραν και την ελεημοσύνη τους ως ζητιάνος που ήταν. Στη Συρία ο άγιος έμεινε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια.

Το 390 όμως αρρώστησε ξαφνικά και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο από έναν χριστιανό φίλο του, που σεβόταν τον Αλέξιο ως άγιο. Το γεγονός αυτό τον ανησύχησε, γιατί θα του στερούσε την ασκητική του ζωή και την ταπείνωσή του. Γι’ αυτό και εγκατέλειψε την Έδεσσα της Συρίας και επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Ταρσό της Κιλικίας για να συνεχίσει εκεί τον ασκητικό του αγώνα.

Αλλά η Πρόνοια του Θεού τον μετέφερε στην πατρίδα του, τη Ρώμη και το πλοίο προσάραξε στο λιμάνι της Ostia. Έτσι ο Αλέξιος επέστρεψε στον τόπο του, αλλά ξένος, άγνωστος και αφανής σε όλους. Προχώρησε προς την πατρική οικία, όταν ξαφνικά αντίκρισε από μακριά τον πρώτο άρχοντα της Συγκλήτου, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον πατέρα του. Ο Αλέξιος του ζήτησε να δείξει τη φιλανθρωπία του και να τον δεχθεί στο σπίτι του. Ο φιλάνθρωπος Ευφημιανός δέχθηκε να τον κρατήσει. Γι’ αυτό και διάλεξε έναν δούλο και έδωσε εντολή να του φτιάξει κρεβάτι και να του προσφέρει φαγητό απ’ αυτό που έτρωγε και ο ίδιος. Ο Αλέξιος είχε επιστρέψει στο σπίτι του, αλλά ξένος και φτωχός επαίτης, αφού κανείς δεν τον αναγνώριζε. Παράλληλα συνέχισε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο την αυστηρή ασκητική του ζωή και την αδιάλειπτη προσευχή του δεχόμενος καθημερινά τις ύβρεις, τις προσβολές και τα χτυπήματα από τους υπηρέτες του ίδιου του του σπιτιού. Κάποια ημέρα συναισθανόμενος το τέλος της επίγειας δράσης του, ζήτησε από τον δούλο, τον οποίο είχε ορίσει ο πατέρας του, χαρτί και γραφίδα για να εξιστορήσει την αφανή και άγνωστη σε όλους ζωή του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ανεχώρησε για την αιωνιότητα έχοντας συμπληρώσει στο ακέραιο την πλήρη αφιέρωσή του στον Κύριο. Ήταν Παρασκευή 17 Μαρτίου του 407.
Σύγχρονη φορητή εικόνα του
Αγίου Αλεξίου. Φιλοτεχνήθηκε στην
Ιερά Μονή Ξενοφώντος του
Αγίου Όρους
Ένα θαυμαστό όμως γεγονός έλαβε χώρα πριν την οσιακή κοίμηση του Αγίου Αλεξίου, το οποίο σηματοδότησε την εξ ουρανού αποκάλυψη της αγιότητός του. Το πρωί της Κυριακής 12 Μαρτίου του 407 και κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, στην οποία προεξήρχε ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ιννοκέντιος, μια ουράνια φωνή ακούστηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο να λέει τα ακόλουθα: «Ζητήσατε τον Άνθρωπο του Θεού για να ικετεύσει υπέρ της Ρώμης. Όταν θα φανεί η Παρασκευή, παραδίδει το πνεύμα του στον Θεό του». Μετά από μία τέτοια τρομακτική θεϊκή αποκάλυψη άρχισαν όλοι απεγνωσμένα να αναζητούν τον Άνθρωπο του Θεού. Στην προσπάθεια αυτή οι χριστιανοί προσευχήθηκαν με κατάνυξη και ευλάβεια και τότε ο Θεός πρόσφερε την επιζητούμενη αποκάλυψη, που ήταν η αναζήτηση του Ανθρώπου του Θεού στο σπίτι του Ευφημιανού. Ο Ευφημιανός έμεινε άναυδος και τότε ο Αυτοκράτορας Ονώριος μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Ιννοκέντιο πήγαν στο σπίτι του. Ο διακονητής του Αλεξίου είπε στον Ευφημιανό ότι πιθανόν ο Άνθρωπος του Θεού να είναι εκείνος ο ρακένδυτος ζητιάνος, που έμενε στο σπίτι, γιατί είχε διακρίνει μεγάλη ευσέβεια και ταπείνωση στο πρόσωπό του. Τότε ο Ευφημιανός αναζήτησε τον φτωχό επαίτη του σπιτιού του, αλλά τον βρήκε να κοιμάται μέσα σε λάμψη ουρανίου φωτός και να κρατά στο χέρι του ένα σημείωμα, το οποίο δεν κατόρθωσε να αποσπάσει. Ερχόμενος ο Αρχιεπίσκοπος πήρε στα χέρια του το σημείωμα και μέσα από την ανάγνωσή του αποκαλύφθηκε όλο το μυστήριο και η πραγματική ταυτότητα του ξένου που ζούσε μέσα στο σπίτι. Η τρομακτική αποκάλυψη της αλήθειας προκάλεσε τον θρήνο, την απελπισία και την ψυχική συντριβή των γονέων του, ενώ εντελώς διαφορετική ήταν η αντίδραση της συζύγου του, αφού η ψυχή της είχε καταληφθεί από δέος και συγκίνηση.

Μετά το θαυμαστό αυτό γεγονός αναγγέλθηκε στη Ρώμη ότι βρέθηκε ο Άνθρωπος του Θεού και πλήθος κόσμου κατέβηκε στο κέντρο της πόλης για να ασπασθεί το ιερό σκήνωμα και να λάβει από αυτό ευλογία. Στη συνέχεια ο Αυτοκράτορας και ο Αρχιεπίσκοπος κατόρθωσαν να μεταφέρουν ανάμεσα σε χιλιάδες χριστιανούς το χαριτὀβρυτο ιερό λείψανο στον ναό του Αγίου Βονιφατίου, το οποίο και ενταφίασαν σε περίτεχνο μνημείο εντός του ναού, ο οποίος αργότερα μετονομάσθηκε σε ναό των Αγίων Βονιφατίου και Αλεξίου. Αργότερα η τιμία κάρα και μέρος των ιερών του λειψάνων μεταφέρθηκαν από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1398 η χαριτόβρυτη τιμία κάρα του Αγίου Αλεξίου δωρήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο στην ιστορική Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα ως πολύτιμος θησαυρός και ως αέναος πηγή θαυματουργικών ιάσεων. Ο Άγιος Αλέξιος τιμάται ως πολιούχος και προστάτης άγιος των Καλαβρύτων. Την παραμονή της εορτής του Αγίου πλήθος πιστών από ολόκληρη την Αχαΐα προσέρχεται στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας για να παρακολουθήσει με ευλάβεια την ολονύκτιο αγρυπνία προς τιμήν του Αγίου. Την κυριώνυμο ημέρα της εορτής η τιμία κάρα μεταφέρεται στην κωμόπολη των Καλαβρύτων, όπου κλήρος και λαός την υποδέχεται με επισημότητα. Στη συνέχεια η πομπή κατευθύνεται στον Μητροπολιτικό Ναό των Καλαβρύτων, όπου τελείται η Θεία Λειτουργία. Ο Άγιος Αλέξιος τιμάται επίσης στην Πάτρα, όπου η Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας διατηρεί εδώ και πολλά χρόνια μετόχιο με περικαλλή ιερό ναό επ’ ονόματι του Αγίου, αλλά και στο Αίγιο, όπου στην περιοχή Σταφιδάλωνα έχει ανεγερθεί ενοριακός ναός αφιερωμένος στη μνήμη του. Ναοί προς τιμήν του Αγίου Αλεξίου υπάρχουν επίσης στα χωριά Κλεισορεύματα Αιτωλοακαρνανίας, Γεωργίτσιο Λακωνίας και Λειβαδίτσα Πέλλης, στη Χίο, στην Πάτμο και στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα Αρκαδίας.
Η τιμία Κάρα του Αγίου Αλεξίου.
Φυλάσσεται στην Ιερά Μονή
Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Η ολόθερμη ευχή όλων μας είναι ο Άγιος Αλέξιος, ο οποίος έλαβε εκ του ουρανού την προσωνυμία «Ο Άνθρωπος του Θεού» να καταστεί πνευματικός οδοδείκτης και καθοδηγητής στην πορεία μας για την εν Χριστώ ζωή και σωτηρία έχοντας πάντα ως πρότυπο την άκρα ταπείνωση και ασκητικότητά του και την εικόνα της αφανούς επίγειας βιοτής του.

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Το νόημα της αληθινής μετάνοιας

Ως "καινός νους", ως μεταστροφή, ως επανακεντρισμός, η μετάνοια έχει θετικό νόημα, όχι αρνητικό. Ο ΄Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος μας λέει ότι "η μετάνοια είναι θυγατέρα της ελπίδος και η άρνηση της απόγνωσης". Δεν είναι αθυμία αλλά διακαής προσμονή. Δεν είναι η αίσθηση πως κάποιος έφτασε σε αδιέξοδο, αλλα ο τρόπος να βγει απ' αυτό. Δεν είναι αυτο-μίσος, αλλά η επιβεβαίωση του αληθινού μας εαυτού, που δημιουργήθηκε κατ' εικόνα Θεού. Μετάνοια σημαίνει να κοιτάζω, όχι προς τα κάτω, στις δικές μου ελλείψεις, αλλά προς τα πάνω, στην αγάπη τού Θεού, όχι προς τα πίσω, με [αρρωστημένη] αυτομεμψία, αλλά προς τα εμπρός με εμπιστοσύνη. Μετάνοια είναι να βλέπουμε όχι αυτό που αποτύχαμε να γίνουμε, αλλά τι μπορούμε, από εδώ και πέρα, να γίνουμε μα τη χάρη του Χριστού.

΄Οταν η μετάνοια ερμηνευθεί με αυτή τη θετική έννοια, δεν φαίνεται πλέον να είναι μια απλή πράξη, αλλά μια συνεχής στάση ζωής. Στην προσωπική εμπειρία του καθενός υπάρχουν αποφασιστικές στιγμές μεταστροφής, όμως στην παρούσα ζωή το έργο της μετάνοιας παραμένει πάντοτε ατελές. Η μεταστροφή ή ο επανακεντρισμός μας χρειάζεται να ανανεώνεται συνεχώς, μέχρι τη στιγμή του θανάτου, όπως το συνειδητοποίησε ο αββάς Σισώης, η αλλαγή του νοός (μετάνοια) πρέπει να είναι συνεχώς και πιο ριζική, η "μεγάλη σύνεσις" όλο και πιο βαθειά.

΄Οπως έγραψε ο ΄Αγιος Θοφάννης ο έγκλειστος, "μετάνοια είναι η αφετηρία και ο θεμέλιος λίθος της καινής ζωής μας εν Χριστώ και χρειάζεται να είναι παρόυσα όχι μόνο στην αρχή, αλλά καθ' όλη την εξέλιξη μας σ'αυτήν  την καινή ζωή..."

Ο θετικός χαρακτήρας της μετάνοιας είναι πολύ εμφανής, όταν σκεφτούμε τι προηγείται των λόγων του Χριστού, "μετανοείται, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών". Στον προηγούμενο στίχο ο Ευαγγελιστής παραθέτει τον στίχο 9,2 του Ησαία "ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου, φως ανέτειλεν αυτοίς". Αυτή είναι η άμεση συνάφεια της εντολής του Κυρίου μας για μετάνοια: προηγείται η ανααφορά στο "μέγα φως", που ανέτειλε γιαυτούς που βρίσκονται στι σκοτάδι και αμέσως ακολουθεί μια αναφορά στην εγγύτητα της βασιλείας των ουρανών. Η μετάνοια γίνεται τότε ένας φωτισμός, μια μετάβαση από το σκοτάδι στο φως. Μετάνοια σημαίονει να ανοίξουμε τα μάτια μας στη θεϊκή ακτινοβολία-όχι να καθόμαστε θλιμένοι στο λυκόφως, αλλά να χαιρετίζουμε την αυγή που έρχεται. Η μετάνοια έχει επίσης εσχατολογικό νόημα, είναι ένα άνοιγμα στα έσχατα, που δεν βρίσκονται απλώς στο μέλλον, αλλά είναι ήδη παρόντα. Μετανοώ σημαίνει πως αναγνωρίζω ότι η βασιλεία των ουρανών είναι "εντός ημών" και ενεργεί ανάμεσά μας , και ότι, εάν καιμόνο δεχθούμε την έλευσή της, τα πάντα θα γίνουν "καινά" για μας.

(Επίσκοπος Κάλλιστος Ware, The Inner Kingdom, 45 π.)

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Ζωντανή προσευχή

του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου Bloom PDFΕκτύπωσηE-mail
κεριαΤο θαύμα δεν είναι παραβίαση των νόμων που διέπουν μεταπτωτικά τον κόσμο, αλλά είναι επάνοδος της κυριαρχικής επικράτησης των νόμων της Βασιλείας του Θεού. Ένα θαύμα γίνεται μόνο όταν πιστεύουμε ότι ο νόμος βασίζεται στην αγάπη του Θεού και όχι στη δύναμή Του. Μπορεί να πιστεύουμε πως ο Θεός είναι παντοδύναμος αλλά να μην πιστεύουμε στον πρόνοιά Του και τότε το θαύμα δεν μπορεί να γίνει. Διαφορετικά θα έπρεπε ο Θεός να επιβάλει δια της βίας την θέλησή Του. Αυτό όμως δεν το κάνει. Γιατί το πιο βασικό και ευαίσθητο σημείο στις σχέσεις Του με τον κόσμο, παρά την πτώση του ανθρώπου ,είναι ότι σέβεται απόλυτα την ανθρώπινη ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν λέμε στο Θεό: «Πιστεύω, γι’ αυτό ζητάω τη βοήθειά Σου», είναι σαν να του λέμε: «Πιστεύω, πως είσαι πρόθυμος να με εισακούσεις, ότι έχεις αγάπη και ότι ενδιαφέρεσαι για το κάθε γεγονός της ζωής μου». Όταν έτσι καταθέτουμε την αδύνατη πίστη μας, τότε δημιουργούμε σωστή κοινωνία με το Θεό και δίνουμε τη δυνατότητα να γίνει το θαύμα.
Εκτός όμως από αυτή την κατηγορία των αμφιβολιών μας, που αναφέρονται στην αγάπη του Θεού και που είναι λανθασμένες, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία αμφιβολιών που επιτρέπονται. Μπορούμε να λέμε στο Θεό: «Σου ζητώ αυτό , αν είναι σύμφωνο με το θέλημά Σου ή είναι για το καλό μου ή αν δεν υπάρχει κάποιος κρυφός κακός σκοπός μέσα μου όταν Σου το ζητώ», και άλλα παρόμοια . Αυτού του είδους οι αμφιβολίες επιτρέπονται γιατί δείχνουν πως δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο λογισμό μας. Και όταν ζητάμε κάτι από το Θεό έτσι πρέπει να του το ζητάμε.
Όπως ακριβώς η Εκκλησία είναι η συνέχεια της παρουσίας του Χριστού στο χρόνο και στο χώρο , έτσι και η προσευχή του χριστιανού πρέπει να είναι προσευχή του Χριστού, αν και αυτό προϋποθέτει αγνότητα καρδιάς , την οποία δεν έχουμε. Η προσευχή της Εκκλησίας είναι η προσευχή του Χριστού, ειδικώτερα όμως η Θεία Λειτουργία, όπου αποκλειστικά και αδιάλειπτα ο Χριστός προσεύχεται. Αλλά οποιαδήποτε άλλη προσευχή, με την οποία ζητάμε κάτι συγκεκριμένο από το θεό, είναι προσευχή γεμάτη ερωτηματικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε τι θα ζητούσε ο Χριστός , αν βρισκόταν σε μια τέτοια περίσταση. Γι’ αυτό, πριν από τα λόγια της προσευχής μας βάζουμε ένα «εάν», που σημαίνει: Σύμφωνα με όσα εγώ καταλαβαίνω, σύμφωνα με εκείνο που γνωρίζω για το θέλημα του Θεού, θα ήθελα να γίνει έτσι αυτό το πράγμα, για να εκπληρωθεί το θέλημά Του.
Ένα τέτοιο «εάν» επίσης σημαίνει ότι περικλείω στα λόγια της προσευχής μου την επιθυμία μου να γίνει το καλύτερο δυνατό σε κάθε περίπτωση. Γι’ αυτό, Θεέ μου, Συ μπορείς να μεταβάλεις το κάθε συγκεκριμένο αίτημά μου σε ο,τιδήποτε Εσύ θα έκρινες ασύμφορο, διατηρώντας μόνο την πρόθεσή μου, που είναι να γίνει και στο θέμα αυτό το θέλημά Σου, ακόμη και τότε που τόσο ανόητα σου υποδεικνύω και το πώς θα μου άρεσε εμένα να γίνει το θέλημά Σου ( Ρωμ. 8,26 ) .
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Όταν προσευχόμαστε για να γίνει κάποιος καλά, ή να επιστρέψει από ένα ταξίδι σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα- γιατί υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό- τότε η προσευχή μας έχει σκοπό το καλό αυτού του προσώπου. Δεν έχουμε όμως τόσο καθαρή πνευματική όραση, ώστε να διακρίνουμε το πραγματικό καλό του προσώπου και πιθανόν το χρονοδιάγραμμα που εμείς συσχετίζουμε με το πρόσωπο αυτό να είναι λανθασμένο.
Το «εάν» επίσης σημαίνει πως, σύμφωνα με τα κριτήριά μου, αυτό που Σου ζητώ είναι σωστό και σκόπιμο να γίνει έτσι, με τον τρόπο , που εγώ νομίζω. Αν όμως κάνω λάθος, να μην λάβεις υπόψη Σου τα λόγια μου, αλλά την πρόθεσή μου.
Ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα είχε το χάρισμα να διαβλέπει ποιό ήταν το πραγματικό καλό για έναν άνθρωπο. Ο αγιογράφος της Μονής είχε πάρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για την πατρίδα του. Θα είχε οπωσδήποτε προσευχηθεί να φύγει σύντομα. Αλλά ο στάρετς τον καθυστέρησε επίτηδες τρεις μέρες και έτσι τον έσωσε από τη ληστεία και τη δολοφονία ,που είχε σχεδιάσει εναντίον του ένας από τους εργάτες του. Όταν ο αγιογράφος ανεχώρησε από τη Μονή ο κακοποιός είχε εγκαταλείψει την κρυψώνα του. Πέρασαν χρόνια για να ανακαλύψει ο αγιογράφος τον κίνδυνο από τον οποίο τον γλίτωσε ο στάρετς.
Μερικές φορές προσευχόμαστε για κάποιον που αγαπάμε και που έχει κάποια ανάγκη , χωρίς να μπορούμε να τον βοηθήσουμε. Πολλές φορές δεν ξέρουμε και τι είναι σωστό να ζητήσουμε. Δεν βρίσκουμε λέξεις, ακόμα και για να βοηθήσουμε κάποιον που υπεραγαπάμε.

Από το βιβλίο του Αρχιεπ. Antony Bloom «Ζωντανή προσευχή», εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ


Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.

Οι εχθροί με έχουν οδηγήσει μέσα στην αγκάλη Σου περισσότερο, από ό,τι οι φίλοι μου. Οι φίλοι με έχουν προσδέσει στην γη, ενώ οι εχθροί με έχουν λύσει από την γη και έχουν συντρίψει όλες τις φιλοδοξίες μου στον κόσμο.

Οι εχθροί με αποξένωσαν από τις εγκόσμιες πραγματικότητες και με έκαναν έναν ξένο και άσχετο κάτοικο του κόσμου. Όπως ακριβώς ένα κυνηγημένο ζώο βρίσκει ασφαλέστερο καταφύγιο από ένα μη κυνηγημένο, έτσι και εγώ, καταδιωγμένος από τους εχθρούς, έχω εύρει το ασφαλέστερο καταφύγιο, προφυλασσόμενος υπό το σκήνωμά Σου, όπου ούτε φίλοι ούτε εχθροί μπορούν να απωλέσουν την ψυχή μου.

Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.

Αυτοί μάλλον, παρά εγώ, έχουν ομολογήσει τις αμαρτίες μου ενώπιον του κόσμου.

Αυτοί με έχουν μαστιγώσει, κάθε φορά που εγώ είχα διστάσει να μαστιγωθώ.

Με έχουν βασανίσει, κάθε φορά που εγώ είχα προσπαθήσει να αποφύγω τα βάσανα.

Αυτοί με έχουν επιπλήξει, κάθε φορά που εγώ είχα κολακεύσει τον εαυτό μου.

Αυτοί με έχουν κτυπήσει, κάθε φορά που εγώ είχα παραφουσκώσει με αλαζονεία.

Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.

Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτό μου σοφό, αυτοί με αποκάλεσαν ανόητο.

Κάθε φορά που είχα κάνει τον εαυτό μου δυνατό, αυτοί με περιγέλασαν σαν να ήμουν νάνος.

Κάθε φορά που θέλησα να καθοδηγήσω άλλους, αυτοί με έσπρωξαν στο περιθώριο.

Κάθε φορά που έσπευδα να πλουτίσω, αυτοί με εμπόδισαν με σιδηρά χείρα.

Κάθε φορά που είχα σκεφθεί ότι θα κοιμόμουν ειρηνικά, αυτοί με ξύπνησαν από τον ύπνο.

Κάθε φορά που προσπάθησα να κτίσω σπίτι για μία μακρά και ήρεμη ζωή, αυτοί το κατεδάφισαν και με έβγαλαν έξω.

Στ' αλήθεια, οι εχθροί με έχουν αποσυνδέσει από τον κόσμο και άπλωσαν τα χέρια μου στο κράσπεδο του ιματίου Σου.

Ευλόγησε τους εχθρούς μου, ω Κύριε! Ακόμη και εγώ τους ευλογώ και δεν τους καταριέμαι.

Ευλόγησέ τους και πλήθυνέ τους! Πλήθυνέ τους και κάνε τους ακόμη πιο σκληρούς εναντίον μου!

Ώστε η καταφυγή μου σε Σένα να μην έχει επιστροφή.ώστε κάθε ελπίδα μου στους ανθρώπους να διαλυθεί ως ιστός αράχνης.ώστε απόλυτη γαλήνη να αρχίσει να βασιλεύει στην ψυχή μου.ώστε η καρδιά μου να γίνει ο τάφος των δύο κακών διδύμων μου αδελφών: της αλαζονείας και του θυμού.ώστε να μπορέσω να αποθηκεύσω όλους τους θησαυρούς μου εν ουρανοίς.

α! ώστε να μπορέσω για πάντα να ελευθερωθώ από την αυταπάτη, η οποία με περιέπλεξε στο θανατηφόρο δίχτυ της απατηλής ζωής.

Οι εχθροί με δίδαξαν να μάθω -αυτό που δύσκολα μαθαίνει κανείς- ότι ο άνθρωπος δεν έχει εχθρούς στον κόσμο, εκτός από τον εαυτό του!...

Μισεί κάποιος τους εχθρούς του μόνον όταν αποτυγχάνει να αναγνωρίσει ότι δεν είναι εχθροί, αλλά σκληροί και άσπλαχνοι φίλοι!...

Είναι πράγματι δύσκολο για μένα να πω ποιος μου έκανε περισσότερο καλό και ποιος μου έκανε περισσότερο κακό στον κόσμο: οι εχθροί ή οι φίλοι.

Γι' αυτό, ευλόγησε, ω Κύριε, και τους φίλους μου και τους εχθρούς μου...

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Γιατί προσεύχομαι;

PDFΕκτύπωσηE-mail
προσευχη γιατί η ζωή μου ολόκληρη βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Γιατί με τη θέλησή Του υπάρχω, ζω και αναπνέω.
γιατί η προσευχή είναι επικοινωνία με τον Θεό, με την υπέρτατη Αγάπη, μέσα από την οποία αντλώ δύναμη να ατενίζω το μέλλον με αισιοδοξία και να μοιράζω φωτεινά χαμόγελα γύρω μου.
γιατί ο Θεός είναι ο φίλος μου ο αληθινός, που έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε για μένα! Και γι’ αυτό δεν πρόκειται να με αφήσει ποτέ μόνο!
γιατί τον φίλο μου δεν τον ξεχνώ, αλλά κάθε μέρα, κάθε στιγμή, θέλω να είμαι κοντά Του και να ζω τη χαρά της κοινωνίας μαζί Του.
γιατί κοντά Του βρίσκω καταφύγιο στις τρικυμίες της ζωής, στήριγμα εκεί που όλα καταρρέουν, συμπαραστάτη στις στιγμές της μοναξιάς, αχτίδα φωτός στη μαύρη ομίχλη της απελπισίας…
γιατί όταν χρειαστώ τη βοήθειά Του, βρίσκεται πάντα δίπλα μου, ακόμα και όταν νομίζω πως δεν με ακούει… Εκείνος όμως ρυθμίζει τα πάντα με τόση σοφία, για το δικό μου πνευματικό συμφέρον.
γιατί νιώθω την ανάγκη καθημερινά να Τον ευχαριστώ που με διατηρεί υγιή και με σώας τας φρένας, που ζω σε μια κοινωνία ελεύθερη και ειρηνική, που έχω όποιο αγαθό επιθυμήσω… Δηλαδή, για τα αυτονόητα…
γιατί ακόμα και αν ζούσα κάτω από αντίξοες συνθήκες, η προσευχή θα ήταν το στήριγμά μου, ο σύνδεσμός μου με την αληθινή Ζωή, με την πραγματική Δικαιοσύνη, με την ασάλευτη Αλήθεια, με την μόνη τροφή που μπορεί να θρέψει την καρδιά μου.
γιατί έχω το προνόμιο να γνωρίζω τον αληθινό Θεό, που αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους και δεν είναι δημιούργημα της ανθρώπινης φαντασίας ή διανόησης. Και αυτό με κάνει να νιώθω ξεχωριστός!
γιατί είμαι πλασμένος να επιστρέφω σε Αυτόν την αγάπη που τόσο απλόχερα έχει σκορπίσει στον κόσμο. Και αυτό το κάνω με τη ζωή μου ολόκληρη, αλλά πολύ περισσότερο με την προσευχή!

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "βήματα" της Ι. Μητροπόλεως Κερκύρας)

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΟΙ ΕΝ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ ΤΗ ΠΟΛΕΙ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ


«Οι άγιοι αυτοί που προέρχονταν από διάφορες πατρίδες, ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα. Συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό και οδηγήθηκαν σε εξέταση, κι επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, κτυπήθηκαν καταρχάς με πέτρες στα πρόσωπα και στο στόμα. Οι βολές όμως των πετρών αντί να πλήττουν αυτούς, αντιστρέφονταν και έπλητταν μάλλον αυτούς που τις έριχναν. Έπειτα, σε καιρό χειμώνα, καταδικάστηκαν να διανυκτερεύσουν στο μέσο της λίμνης που βρισκόταν μπροστά από την πόλη. Εκεί δείλιασε ο ένας από αυτούς, ο οποίος έτρεξε στο κοντινό λουτρό κι ευθύς με την επαφή της θερμότητας διαλύθηκε. Ο δήμιος τότε που τους παρατηρούσε και τους φύλασσε, έβαλε αμέσως τον εαυτό του στη θέση αυτού που έφυγε, καθώς είδε μέσα στη νύκτα φως γύρω από τους μάρτυρες και στεφάνια να κατεβαίνουν πάνω στον καθένα τους.
Όταν ξημέρωσε, επειδή οι άγιοι δεν είχαν ξεψυχήσει και ανέπνεαν ακόμη, τους έσπασαν τα σκέλη και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου. Αποδείχθηκε όμως ότι ο θάνατος ήταν αποδεκτός και ευχάριστος από αυτούς και με το εξής: ο τύραννος άφησε ζωντανό κάποιον από τους μάρτυρες που ακόμη λόγω της ηλικίας του και της σωματικής του δύναμης ανέπνεε, γιατί νόμισε ότι ίσως αυτός αλλάξει γνώμη. Η μητέρα του όμως παρέμενε κοντά στους μάρτυρες, βλέποντας το παιδί της. Διότι ήταν ο νεώτερος από όλους στην ηλικία και φοβόταν μήπως η νεότητά του αυτή και η αγάπη του για τη ζωή τού φέρει δειλία και βρεθεί ανάξιος της τάξης και της τιμής των συστρατιωτών του. Στεκόταν λοιπόν βλέποντάς τον επίμονα και με το σχήμα της και με το βλέμμα της, όπως φαινόταν, προσπαθώντας να του εμβάλει θάρρος, και με απλωμένα διαρκώς τα χέρια της σ’ αυτόν έλεγε: Γλυκύτατό μου τέκνο, τέκνο ήδη του ουράνιου Πατέρα, κάνε υπομονή λίγο ακόμη, για να γίνεις τέλειος. Μη φοβηθείς τα βάσανα. Γιατί, να, παρευρίσκεται βοηθός σου ο Χριστός ο Θεός. Λοιπόν, τίποτε άσχημο και καμιά ταλαιπωρία δεν πρόκειται να συναντήσεις. Όλα εκείνα έφυγαν, όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Από δω και πέρα έρχεται η χαρά, η ηδονή, η άνεση, η ευφροσύνη, που θα τα έχεις συμβασιλεύοντας με τον Χριστό και γινόμενος πρεσβευτής προς Αυτόν και για εμένα που σε γέννησα.
Οι άγιοι λοιπόν με συντριμμένα τα σκέλη παρέδωσαν τις ψυχές τους στον Θεό. Οι δε στρατιώτες αφού έφεραν άμαξες και έβαλαν σ’ αυτές τα ιερά σώματα, τις οδήγησαν κοντά στο χείλος του γειτονικού ποταμού. Τον νέο όμως εκείνον, που το όνομά του ήταν Μελίτων, παρατηρώντας ότι είναι ακόμη ζωντανός, τον άφησαν για να ζήσει. Βλέποντάς τον η μητέρα του να έχει μείνει μόνος αυτός, θεωρώντας ότι τούτο είναι μάλλον θάνατος γι’ αυτήν και το παιδί της, άφησε κατά μέρος τη γυναικεία αδυναμία, ξέχασε τα σπλάγχνα αγάπης της μάνας, πήρε στους ώμους της τον γιο της κι ακολούθησε με μεγαλοψυχία τα αμάξια, πιστεύοντας ότι τότε θα ζήσει, όταν τον δει νεκρό μάλλον και να έχει φύγει από τη ζωή. Επειδή λοιπόν την ώρα που τον μετέφερε έτσι, άφησε το πνεύμα του, τότε η μάνα άφησε τις φροντίδες της, σκίρτησε πάρα πολύ από χαρά για το τέλος του γιου της, και πήγε το νεκρό σώμα του φίλτατου παιδιού της μέχρι τον τόπο που ήταν τα σώματα των αγίων. Τον έβαλε πάνω σ’ αυτά και τον συναρίθμησε μαζί με τους άλλους, ώστε ούτε και το σώμα να μείνει μακριά από τα σώματά τους, του γιου της που έσπευδε και η ψυχή του να συναριθμηθεί με τις ψυχές εκείνων. Αφού άναψαν δε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του διαβόλου, κατακαίνε τα σώματα των αγίων. Κι έπειτα, κινούμενοι από φθόνο προς τα λείψανα των χριστιανών, τα ρίχνουν στο ποτάμι. Αλλά εκεί, με θεϊκή οπωσδήποτε οικονομία, συγκρατήθηκαν από κάποιο βράχο όλα μαζί. Κάποια χέρια χριστιανών τότε τα σήκωσαν και μας δώρισαν πλούτο παντοτινό. Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο Μαρτυρείο τους, που βρίσκεται πλησίον του Χαλκού Τετραπύλου».
Σπάνια να βρεθεί χριστιανός, ο οποίος να μη γνωρίζει τη φράση «δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος», έστω κι αν αγνοεί ότι σχετίζεται με τους αγίους σαράντα μάρτυρες. Πράγματι, η συγκεκριμένη γνωστή φράση αποτελεί σφραγίδα, θα λέγαμε, του μαρτυρίου των αγίων αυτών, δεδομένου ότι οι ίδιοι, λέγοντάς την, λειτουργούσουν ως αλείπτες του εαυτού τους, δηλαδή ως προπονητές, ως καθοδηγητές αυτών των ίδιων, που παρότρυναν και ενίσχυαν ο ένας τον άλλον, για να μείνουν σταθεροί στο μαρτύριο που περνούσαν. Κι είναι αυτό που έλεγαν ό,τι πιο επίκαιρο και καίριο μπορούσαν να σκεφτούν, δεδομένου ότι έδιναν ώθηση στον εαυτό τους να αντέξουν τη δεινότητά τους με μετάθεση του λογισμού τους στο πέρα από αυτό, στο ανώτερο και καλύτερο, στον ίδιο τον Παράδεισο. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι λειτουργούσαν ως αληθινοί και γνήσιοι θεραπευτές του εαυτού τους, αγωνιζόμενοι να κρατούν τους λογισμούς εκείνους που κινούνταν στη χαρισματική διάσταση της αποκάλυψης του Χριστού. Ο Κύριος δεν αποκάλυψε ότι το μαρτύριο και οι θλίψεις αποτελούν την οδό που εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού - «διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» - και ότι αυτό που υφίσταται ο πιστός στον κόσμο ως διωγμό συνιστά συμμετοχή στο δικό Του πάθος; «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». Το σημειώνει και ο απόστολος: «Πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται». Έτσι ο προσανατολισμός των αγίων και η στερέωση του λογισμού τους όχι στο φαινόμενο – το μαρτύριο και τα βάσανα – αλλά στο αποτέλεσμα ως βάθος και νόημα του μαρτυρίου – τη βασιλεία του Θεού – ήταν αφενός η επιβεβαίωση της γνησιότητας της πίστης τους: έβλεπαν τα πράγματα εν Χριστώ, αφετέρου και η λύτρωσή τους: ενεργοποιείτο έτσι η χάρη του Κυρίου στην ύπαρξή τους. Κι από την άποψη αυτή δείχνουν σε όλους τους χριστιανούς με ποιο τρόπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία και θλίψη της ζωής, είτε λέγεται οικονομική κρίση είτε «αναποδιά» είτε ανατροπή των «κεκτημένων»: να μη μένουμε δηλαδή στο πρόβλημα, αλλά στη λύση του προβλήματος, την υπέρβασή του. Με τον τρόπο αυτό κινητοποιείται ολόκληρη η ύπαρξή μας, αποκτώντας μία δυναμικότητα που εκβάλλει, με τη χάρη του Θεού, εκεί που λάμπει ο ήλιος της χαράς και της ευφροσύνης.
Ο υμνογράφος των αγίων, Ιωάννης ο μοναχός, επιμένει πολύ στην παραπάνω αλήθεια. Ήδη από τα στιχηρά του εσπερινού επισημαίνει: «Υποφέροντας τα παρόντα με γενναιότητα, με χαρά γι’ αυτά που έλπιζαν, έλεγαν ο ένας στον άλλον οι άγιοι μάρτυρες: Μήπως τάχα ξεντυνόμαστε κανένα ρούχο; Τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας βγάζουμε. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο παράδεισος. Προκαλεί πόνο η πήξη του νερού, αλλά είναι γλυκιά η απόλαυση. Μη λοιπόν χάσουμε τον δρόμο, ω συστρατιώτες. Ας υπομείνουμε για λίγο, ώστε να φορέσουμε τα στεφάνια της νίκης από τον Χριστό τον Θεό μας και Σωτήρα των ψυχών μας» («Φέροντες τα παρόντα γενναίως, χαίροντες τοις ελπιζομένοις, προς αλλήλους έλεγον οι άγιοι Μάρτυρες Μη γαρ ιμάτιον αποδυόμεθα; Αλλά τον παλαιόν άνθρωπον αποτιθέμεθα. Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος αλγεινή η πήξις, αλλά ηδεία η απόλαυσις. Μη ουν εκκλίνωμεν, ω συστρατιώται μικρόν υπομείνωμεν, ίνα τους στεφάνους της νίκης αναδησώμεθα, παρά Χριστού του Θεού και Σωτήρος των ψυχών ημών»). Και παρακάτω: «Ρίχνοντας τα ρούχα τους όλα, μπαίνοντας ατρόμητα στη λίμνη, έλεγαν μεταξύ τους οι άγιοι μάρτυρες: Χάριν του Παραδείσου που χάσαμε, ας μην κρατήσουμε σήμερα φθαρτό ιμάτιο. Ντυθήκαμε κάποτε εξαιτίας του φθοροποιού φιδιού διαβόλου, ας ξεντυθούμε τώρα χάριν της ανάστασης όλων» («Ρίπτοντες περιβόλαια πάντα, βαίνοντες ατρόμως εις λίμνην, προς αλλήλους έλεγον οι άγιοι μάρτυρες Διά Παράδεισον, ον απωλέσαμεν, ιμάτιον φθαρτόν σήμερον μη αντισχώμεθα δι’ όφιν ποτέ φθοροποιόν ενδυσάμενοι, εκδυσώμεθα νυν διά την πάντων ανάστασιν»). Ώστε για τους αγίους μας τα βάσανά τους ισοδυναμούσαν με την οδυνηρή πράγματι απέκδυση του παλαιού αμαρτωλού φρονήματός τους και την ταυτόχρονη ευφρόσυνη ένδυσή τους από τη χάρη του Θεού που τους έκανε να κερδίζουν τον Παράδεισο. «Σεις που μισήσατε εν Χριστώ τη σάρκα και τον αμαρτωλό κόσμο, ξεντυθήκατε μαζί με τα πρόσκαιρα ρούχα και τον παλαιό άνθρωπο, ντυθήκατε δε τη στολή της αφθαρσίας» («Οι εν Χριστώ σάρκα και κόσμον μισήσαντες, τον παλαιόν μεν άνθρωπον συνεξεδύσασθε, τη προσκαίρω εσθήτι, στολήν δε αφθαρσίας περιεβάλεσθε») (ωδή α΄).
Ο παραπάνω τονισμός της μετάθεσης των λογισμών των αγίων από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, από τα βάσανα στην απόλαυση του Παραδείσου, παραπέμπει βεβαίως και σ’ αυτό που επισημαίνει και ο άγιος απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όπως και το: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Κίνδυνος ή μάχαιρα ή θλίψις ή στενοχωρία; Ουδέν ημάς δυνήσεται χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού», με άλλα λόγια κινητήρια δύναμη των αγίων ήταν η αγάπη τους για τον Χριστό, η προσκόλλησή τους σ’ Εκείνον. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «τω εν ουρανοίς Δεσπότη προσεκολλήθητε, αθλοφόροι Κυρίου τεσσαράκοντα» (κοντάκιο) «τον Χριστόν αντί πάντων εκληρώσαντο», τον Χριστό διάλεξαν αντί οποιουδήποτε άλλου (ωδή γ΄). Αλλά προχωρεί και πιο πολύ στη θεολογία του μαρτυρίου των αγίων. Ερμηνεύοντας το σπάσιμο των σκελών τους, διά του οποίου επέσπευσαν οι δήμιοι τον θάνατό τους, λέει ότι ανάγεται τούτο στο πάθος του ίδιου του Κυρίου: αναπλήρωναν έτσι το υστέρημα του πάθους Του, κάτι που τονίζει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος. «Τα παθήματα που περνάμε αναπληρώνουν τα υστερήματα του σώματος του Χριστού» (Πρβλ. Κολασ. 1, 24). «Αναπληρώνουμε οι σαράντα το υστέρημα του πάθους Σου, Σωτήρα Κύριε, καθώς μας συνέτριψαν τα σκέλη» («Πληρούμεν υστέρημα σου, Σώτερ, πάθους, τεσσαράκοντα, συντριβέντες τα σκέλη») (στίχοι συναξαρίου). Δεν παραξενεύει λοιπόν η θέση των αγίων, όπως το βάζει στο στόμα τους ο υμνογράφος, ο μοναχός Ιωάννης, ότι δηλαδή οι άθεοι με αυτά που έκαναν εναντίον τους αποδείκνυαν απλώς τη φρενοβλάβειά τους, διότι ενώ έκαναν κάτι που τους προξενούσε ζημιά, αυτοί τελικώς το επέλεγαν με τη θέλησή τους. «Φρενοβλαβείτε, έλεγον οι αθληταί, την πρόξενον ζημίας δωρεάν προτείνοντες, αθεώτατοι» (ωδή δ΄).
Ο υμνογράφος έχει πολλά να θίξει από τους αγίους σαράντα. Ο «φακός» του επικεντρώνει, εκτός του μεγαλείου των ίδιων των αγίων, και στη γενναία και θαυμαστή μητέρα του νεωτέρου μάρτυρα που άντεξε και δεν πέθανε αμέσως, στον φρουρό που πήρε τη θέση του λιπόψυχου στρατιώτη, αλλά και στον τραγικό και αξιοθρήνητο λιπόψυχο, που δείλιασε την τελευταία στιγμή.
Και να ξεκινήσουμε αντίστροφα. Είναι μεγαλειώδεις ως προς τον πένθιμο χαρακτήρα τους οι στίχοι που αφιερώνει στην τραγική φιγούρα του έκπτωτου από τους σαράντα: τον θεωρεί ως λάφυρο του αρχέκακου διαβόλου, τον παραλληλίζει με τον προδότη Ιούδα, με τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, στον κήπο της Εδέμ. Κι η δραματικότητα των στίχων του φτάνει στο απώγειό της, όταν πικρόχολα θα πει: ο παρ’ ολίγον μάρτυς τελικά έχασε και τις δύο ζωές, και την αιώνια και την πρόσκαιρη. Η αγάπη του για τη ζωή, αποκομμένη από την πηγή της Ζωής, τον έκανε να χάσει κάθε ζωή. «Με μεγάλη χαρά ο αρχέκακος άρπαξε τον έκπτωτο από τη σαραντάδα, όπως από τη δωδεκάδα τον δειλό Ιούδα και τον άνθρωπο από την Εδέμ» («Γεγηθώς ο αρχέκακος ήρπασεν, ως της δωδεκάδος Ιούδαν τον δείλαιον, και της Εδέμ τον άνθρωπον, της τεσσαρακοντάδος τον έκπτωτον») (ωδή ς΄). «Είναι ματαιόφρονας και εντελώς άξιος για θρήνους όποιος αστόχησε και στις δύο ζωές: με τη θέρμη της φωτιάς διαλύθηκε και εκδήμησε προς την άσβεστη φωτιά» («Ματαιόφρων και θρήνων επάξιος, ος τις των ζωών αμφοτέρων διήμαρτε διά πυρός γαρ λέλυται, και προς πυρ εξεδήμησεν άσβεστον») (ωδή ς΄). «Έτρεξε γρήγορα στο ψυχοφθόρο λουτρό αυτός που αγαπούσε αυτήν τη ζωή, και πέθανε» («Λουτρώ προσδραμών ψυχοφθόρω θανατούται ο φιλόζωος») (ωδή η΄).
Ο Ιωάννης ο υμνογράφος επικεντρώνει όμως και στον φύλακα που η χάρη του Θεού τον κάλεσε την τελευταία στιγμή. Δεν μπορεί να μη συγκινηθεί από ό,τι συνέβη και να μη σκεφτεί αντίστοιχες στιγμές χάρης: τον ληστή πάνω στον σταυρό που πρώτος μπήκε στον Παράδεισο με το «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου», τον απόστολο Ματθία, που πήρε τη θέση του προδότη μαθητή Ιούδα. Όπως αυτοί, έτσι και ο φύλακας καλείται να αναπληρώσει τα ελλείποντα, με ταυτόχρονη οδύνη του τυράννου διαβόλου. «Επειδή είναι αναιδής ο τύραννος διάβολος, δικαίως όπως παλιά φυσούσε και ξεφυσούσε από την οργή του για τον Ληστή και τον Ματθία, έτσι και τώρα σπαράσσεται από την κλήση του Θεού στον φρουρό» («Αναιδής ων δικαίως φρυάττεται, οία γαρ Ληστή και Ματθία το πρότερον, ούτω και νυν ο τύραννος του φρουρούντος τη κλήσει σπαράττεται») (ωδή ς΄). Για τον Ιωάννη ο μάρτυς φύλακας υπήρξε ένας φιλόχριστος άριστος άρπαγας, που η χάρη του Θεού τον έκανε με θεοσημία να ξεπεράσει και την ίδια τη φυσική αγάπη για τη ζωή του. «Βρέθηκε σε έκσταση ο φρουρός των σαράντα, βλέποντας τα στεφάνια τους. Και κάνοντας πέρα την αγάπη για τη ζωή του, αναπτερώθηκε από τον έρωτα της φανερωθείσας δόξας Σου» («Εξέστη ορών τους στεφάνους ο φρουρός των τεσσαράκοντα, και παρωσάμενος το φιλόζωον, ανεπτερώθη τω έρωτι της επιφανείσης σου δόξης») (ωδή ζ΄). «Ο φιλόχριστος φρουρός έγινε άριστος άρπαγας των στεφανιών που είδε» («ο φιλόχριστος άρπαξ άριστος των θεαθέντων γενόμενος») (ωδή ζ΄).
Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η λυρική διάθεση του υμνογράφου μας είναι όταν εστιάζει την προσοχή του στην όντως επική, ηρωική και γεμάτη τραγικό μεγαλείο προσωπικότητα της μάνας του νεαρού μάρτυρα. Ποιος άνθρωπος δεν θα κλάψει μαζί της και δεν θα παραδειγματιστεί από το ρωμαλέο κυριολεκτικά αυτό φρόνημά της; Κι η εξήγηση του υμνογράφου είναι μία: η μάνα αυτή ήταν φιλόθεη. Αγαπούσε τον Θεό παραπάνω από όλα, γι’ αυτό και δεν δίστασε να «θυσιάσει» τον υιό της, γινόμενη ένας δεύτερος Αβραάμ. Δεν ξέρουμε τίνος το μαρτύριο ήταν μεγαλύτερο: των αγίων σαράντα ή τελικά της μάνας που υψώνεται σε αιώνιο πρότυπο γυναίκας και μάνας; «Η φιλόθεη μητέρα, με ρωμαλέο νου, παίρνοντας στους ώμους της αυτόν που γέννησε, τον φέρνει μάρτυρα μαζί με τους μάρτυρες, σαν καρπό της πίστης της, μιμούμενη την ιερουργία του Αβραάμ» («Ρωμαλεότητι φρενών, ον εκύησεν επ’ ώμων αραμένη η φιλόθεος μήτηρ, της ευσεβείας καρπόν προσάγει συν Μάρτυσι Μάρτυρα, την ιερουργίαν Αβραάμ μιμουμένη») (ωδή η΄). «Γιε μου, τράβα τον δρόμο σου ίσια προς την αιώνια ζωή, φώναζε η φιλόχριστη μητέρα στο φιλόχριστο παιδί της. Δεν το αντέχω να εμφανιστείς δεύτερος στον αγωνοθέτη Θεό» («Την προς την άληκτον ζωήν ευθυδρόμως, ω υιέ, στέλλου πορείαν, η φιλόχριστος μήτηρ τω φιλοχρίστω παιδί, εβόα ου φέρω σε δεύτερον, τω αγωνοθέτη Θεώ εμφανισθήναι») (ωδή η΄).
Ο υμνογράφος τελειώνοντας τον θαυμαστό κανόνα του στους αγίους σαράντα, εν είδει επιλόγου, τους σχετίζει με την περίοδο που διανύουμε, τη Μεγάλη Σαρακοστή. Σαράντα εκείνοι, σαράντα οι ημέρες της νηστείας. Για να πει τι; Ότι η μνήμη τους καθιστά πιο λαμπρή και πιο χαρμόσυνη από πλευράς πνευματικής τη νηστεία. Διότι με το μαρτύριό τους προβάλλουν το σωτήριο πάθος του Κυρίου που μιμήθηκαν, συνεπώς επιτείνουν τον αγιασμό της περιόδου αυτής με την άθλησή τους. «Αθλοφόροι Χριστού, κάνατε την πάνσεπτη νηστεία πιο λαμπρή και χαρμόσυνη με τη μνήμη της ένδοξης άθλησής σας. Διότι σαράντα εσείς, αγιάζετε την σαρανταήμερη νηστεία, καθώς μιμηθήκατε με την άθλησή σας υπέρ του Χριστού το σωτήριο πάθος Του. Γι’ αυτό έχοντας παρρησία, πρεσβεύσατε να φτάσουμε κι εμείς με ειρήνη στην τριήμερη Ανάσταση του Θεού και Σωτήρα των ψυχών μας»
Αθλοφόροι Χριστού, την πάνσεπτον νηστείαν φαιδροτέραν απειργάσασθε, τη μνήμη της ενδόξου υμών αθλήσεως Τεσσαράκοντα γαρ όντες, την τεσσαρακονθήμερον αγιάζετε, το σωτήριον πάθος μιμησάμενοι, διά της υπέρ Χριστού υμών αθλήσεως. Διό έχοντες παρρησίαν πρεσβεύσατε, εν ειρήνη καταντήσαι ημάς εις την τριήμερον Ανάστασιν του Θεού, και Σωτήρος των ψυχών ημών (δοξαστικό αίνων όρθρου).